Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Το κοτζ: Ένα παιδικό ποντιακό παιχνίδι

Το κοτζ: Ένα παιδικό ποντιακό παιχνίδι

paidia_481548402.jpg
Το κοτζ ήταν ένα ξύλο σαν μικρή σφήνα. Τα παιδιά άνοιγαν ένα μικρό λάκκο στο χώμα και το έβαζαν μέσα.
Όλα τους έβρισκαν και κρατούσαν από ένα ραβδί στο χέρι. Στο λάκκο με το κοτζ πήγαινε και καθόταν η μάνα του παιχνιδιού με ραβδί στο χέρι επίσης.
Στόχος της να εμποδίσει τα υπόλοιπα παιδιά να βγάλουν το κοτζ από τη θέση του.

Τα παιδιά είχαν τον αντίθετο στόχο να καταφέρουν μόνο με το ραβδί τους και χωρίς να αγγίξουν το κοτζ να το πάρουν από την τρύπα του και να το πάνε μακρύτερα, χωρίς όμως η μάνα να τους αγγίξει με το ραβδί της ή να καταφέρει να το ξαναβάλει μέσα στο μικρό λάκκο.

Όποιον κλέφτη του κοτζ η μάνα κατάφερνε να αγγίξει με το ραβδί της γινόταν μάνα στη θέση της και το παιχνίδι ξεκινούσε από την αρχή.

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ


Η ποντιακή κουζίνα.
Γράφει η Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου*



Η ποντιακή κουζίνα
Γράφει η Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου*


Η ποντιακή παραδοσιακή κουζίνα είναι ιδιαίτερα υγιεινή και αποτελείται, κυρίως, από προϊόντα της αγροτικής και της κτηνοτροφικής παραγωγής. Σε καθημερινή βάση καταναλώνονται ψωμί, δημητριακά και γαλακτοκομικά προϊόντα, ενώ το κρέας καταναλώνεται σπανιότερα, τόσο το λευκό όσο και το κόκκινο.
Στις παράλιες περιοχές του Πόντου συνηθίζονταν και τα ψάρια, όπως τα χαψία, το καλκάνι και οι σαρδέλες. Ιδιαίτερα αγαπητά είναι τα προϊόντα ζύμης, όπως τα κατμέρια, τα πισία, τα γιοχάδας (ψημένα φύλλα ζύμης), οι πίτες, αλμυρές και γλυκές.

Τα πιο συχνά κύρια πιάτα της ποντιακής κουζίνας είναι τα εξής: Το ταναμένον ή τανωμένον η σουρβά ή σουβρά (σούπα με κόκκους από αλεσμένο σιτάρι), το κρέας γιαχνί με πατάτες και κρεμμύδια, η μακαρίνα (σπιτικά μακαρόνια) περιχυμένα με μια γενναία δόση βουτύρου, το ιμάμ μπαϊλντί και οι παραγεμιστές μελιτζάνες με κιμά και ρύζι (το ρύζι λεγόταν και πριντς), οι γεμιστές πιπεριές με ρύζι ή πληγούρι, τα κιντέας ή κιντέατα (οι τσουκνίδες), τα φασόλια με τα γουλία (μαύρα λάχανα), η πορανή (φύλλα ζύμης με γιαούρτι και σκόρδο), τα κοχλίδεα (σαλιγκάρια), τα φάβατα (κουκιά με λάδι, κρεμμύδι και άνηθο), το χαβίτσ’ ή αλλιώς μαλέζ’ (αλεύρι ανακατεμένο με χτυπημένα αβγά και ψημένο σε τηγάνι. Λεγόταν χαβίτσ’, εφόσον παρασκευαζόταν από φούρνικο καλαμποκίσιο αλεύρι, και μαλέζ’, εφόσον παρασκευαζόταν από φούρνικο σιταρίσιο αλεύρι) και τα βραστάρια (είδος σούπας με βραστό κρέας).
Τα γλυκά δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα. Τα πιο γνωστά είναι τα τσιριχτά (λουκουμάδες που τους πασπαλίζουν με ζάχαρη ή τους περιχύνουν με μέλι), ο παζλαμάς (φύλλο ζύμης φτιαγμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι μέσα στο τηγάνι ή πάνω σε πυροστιά, περιχυμένο συνήθως με μέλι), ο πουρμάς (πίτα με γλυκιά γέμιση από σταφίδες και ξηρούς καρπούς, την οποία σιρόπιαζαν), τα ωτία (αρτοποιήματα με γλυκιά γεύση σε σχήμα αυτιού) και το νισαστόν (κρέμα από αλεύρι, αβγά, γάλα και βούτυρο).
Οι Πόντιοι τηρούσαν ευλαβικά όλες τις νηστείες. Το «μαντζίρισμαν», η κατάλυση, δηλαδή, της νηστείας (από το μαντζίρα=γιαούρτι) δήλωνε αδύναμη χριστιανική συνείδηση και το κατέκριναν όλοι, γι’ αυτό και λέγονταν οι σχετικές φράσεις: «Άμον Τούρκος και προτεστάνος ‘κ’ εκρατέθεν κι εμαντζίρτσεν». Φράσεις και παροιμίες με φαγητά υπάρχουν πολλές στην ποντιακή διάλεκτο. Για να εκφραστεί το μεγαλείο της μητρικής αγάπης έλεγαν: «Η τσούνα ασσό εκουταβίασε, μαλέζ’ ‘κ’ εχόρτασεν» (=Από τότε που απέκτησε κουταβάκια η σκύλα, δεν χόρτασε το μαλέζ’) ή για να πουν πως κάποιος ήταν νωθρός έλεγαν: «Άμον άναλον χαβίτσ’, τάτ’ ‘κι έεις». (=Σαν ανάλατο χαβίτσ’, ουσία δεν έχεις). Θεωρούταν ντροπή να έρθει κάποιος στο σπίτι και να μην τον φιλέψουν ή να μην τον περιποιηθούν. Η φιλοξενία ήταν αυθόρμητη και δεδομένη. Ακόμη και αν κάποιος περνούσε απ’ έξω την ώρα που γευμάτιζαν, του φώναζαν «έλα φα» ή «ελάτε τρώγομε», αν ήταν πολλοί.
Πολλοί ηλικιωμένοι, πλέον, θυμούνται πως σε προηγούμενες δεκαετίες, όταν δεν υπήρχε τακτική συγκοινωνία από τα χωριά τους προς το Κιλκίς και πολλές φορές αναγκάζονταν να πηγαινοέρχονται ακόμη και πεζοί, οι οικοδέσποινες που τους έβλεπαν, τους πρόσφεραν αυθόρμητα φαγητό ή τους φώναζαν για να τους φιλέψουν: «Ε, καλόν παιδίν! Έλα φα!» Το φαγητό τις περισσότερες φορές ήταν φτωχικό, η προθυμία, όμως, και η γενναιοδωρία του απλού κόσμου περίσσευε.
Οι καλοί τρόποι και το ποντιακό πρωτόκολλο επέβαλαν να επιμένουν στον καλεσμένο ή σε όποιον ερχόταν την ώρα που γευμάτιζαν να φάει μαζί τους, έστω και με το ζόρι, γι’ αυτό έλεγαν και τη σχετική φράση: «Ο χορτασμένον σεράντα βούκας τρώει». Ήθελαν έτσι να τον κάνουν να νιώσει ευπρόσδεκτος και να αποβάλει τον ενδεχόμενο δισταγμό ή τη συστολή, που πιθανόν είχε. Αν ο φιλοξενούμενος επρόκειτο να διανύσει δρόμο ή να συνεχίσει το ταξίδι του, τον κατευόδωναν δίνοντάς του τα απαραίτητα εφόδια για τον δρόμο, που ονομάζονταν «αζούχ’».

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Η γυναίκα και το θερίον. Ένα υπέροχο Ποντιακό παραμύθι!

\pigadi_160826925.jpg



1


Η γυναίκα και το θερίον.

Ένα υπέροχο Ποντιακό παραμύθι!


Είνας Ματσουκάτες πολλά εσύρνεν με την γυναίκαν άτ’. Κακέσα και τζετρεφίλτσα γαρή έτον. Με την ταβήν εσκούσαν και με την ταβήν εκεϊσαν.


Έπουγαλέφτεν ερίφ’ς και επαίρνεν την απόφασιν να γλυτών’ άσ’ ατό το βάσανον. Έναν ημέραν άμον πάντα επαίρεν την κρεπήν και επήγεν ‘ς σ’ όρμάν σα ξύλα. Επεμάκρυνεν πολλά α σο χωρίον. Σ’ ναν τρανόν πελίτ κεκά ειδεν έναν βαθύν κουΐν πολλά βαθύν.


— Αγούτο, ενούντσεν, θα εν’ η σωτηρία μ’...


Έκοψεν κάμποσα τρανά κλαδία και εσκέπασεν το στόμαν τη κουί. Έσυρεν απάν κι άλλα μικρά φυλλωμένα κλαδόπα και τζίκουτα κι’ αέτς πα τηδέν κ εφαίνουτον. Άσ’ ατό κ’ υστερνά ετοίμασεν δύο σαλακά ξύλα. Τα έναν εθέκεν ‘ς ση κουΐ το γιάν και τ’ άλλο πλάν κεκά κ’ εκλώστεν κ’ έπήγεν ‘ς σο σπίτ ’ν άτ’.


Τ’ άλλο την ημέραν επαίρεν την γυναίκαν άτ’ να πάγνε ‘ς ορμάν να κατηβάζ’νε εντάμαν τα ξύλα ντο ετοίμασεν.


Άμον ντ’ εσούμωσαν ‘ς εκείνο το μέρος, ατός αμάν εφορτώθεν τ’ έναν το σαλάκ και είπεν την γαρήν άτ’ να φορτούται τ’ άλλο. Ατό έτον! Αμόν ντ’ έσούμωσεν η καρή ‘ς σο φόρτωμαν επάτεσεν απάν’ ‘ς σα κλαδία και ερούξεν ‘ς σο κουίν κι’ άπό πάν’ άτς το σαλάκ τά ξύλα.


Ο Ματσουκάτες ήσυχα ήσυχα εκλώστεν κ’ έπήγεν ‘ς σο σπίτ’ν άτ.

Όλεν την νύχταν «ομμάτ’ ‘κ επόρεσεν να φέρ’ απάν». Ενούντσεν, επενούντσεν, εγροίξεν ντο εποίκεν τρανόν αμαρτίαν έτον. Σα ξημερώματα εσκώθεν κ’ επήγεν ‘ς σ’ ορμάν. Έφτασεν ‘ς σο κουίν κεκά. Έλυσεν το σκοινίν’ άτ’ και εκρέμασεν ατό απέσ’ ‘ς σο κουΐν και εκούιξεν:

— Σουμέλα, πιάσον την άκραν τη σκοινί, δέσον ατό ‘ς σα μέσα σ’... Εγώ θα σύρω και θα εβγάλωσεν απάν... χωρίς εσέναν ‘κ επορώ να ζώ!… έλεγεν και ελάιζεν το σκοινίν. Όνταν εγροίξεν ντο από φκά επιάστεν το σκοινίν ερχίνεσεν να σύρ’. Έσυρεν, έσυρεν και αναχά παρά τερεί να εβγαίν’ ασό κουΐν με το σκοινίν έναν θερίον!….

Έπήγεν ν’ φίν’ το σκοινίν’ το θερίον εκούϊξεν:

— Μη αφήν’τς με… κι θα τρώγω σε και δούλος εις σα γίνουμαι.

Αμόν ντ’ ελευθερώθεν το θερίον είπεν ατόν:

— Ευχαριστώ σε άνθρωπε!.. Εγλύτωσες με άσ’ έναν τζαναβάρ. Είνας γυναίκα άσ’ οψέ κιάν έβγαλεν την ψυ’ μ’ και να εγουρταρεύκουμ’
ασά χέρια τς ‘κ επόρνα. Ατώρα ίνταν θελ’τς εσύ θ’εφτάγω.

—Ντό Θέλω έν’ να μη πειράεις κανίναν ‘ς σον τόπο μ’. Νε ζα και νε ανθρώπ’ς.

Αέτς πα το θερίον εξέβεν ‘ς σην ανεφορίαν. Και ερχίνεσεν να καταρημάζ’ τον τόπον.Έμαθαν οι ανηφορέτ’ πως ατό το θερίον μόνον τον Ματσουκάτεν ακούει. Επήγαν επαρεκάλεσαν ατόν να έρται δέχ’ ατό.

Εσκώθεν κι’ ο Ματσουκάτες εξέβεν ‘ς αράεμαν τη θερί. Το θερίον άμον ντο είδεν ατόν από μακρά εγρίεψεν και σίτα έρται καρσί άτ’ κουίζ:

— Φύγον, γιόκσαμ θα τρώγω σε... μόνον ‘ς σον τόπο σ’ ‘κι πειράζω σε.

— Ακ’ σον, λέει κι’ ο Ματσουκάτες. Εγώ για το καλό σ’ έρθα! Εκείνε η καρή εξέβεν ασό κούιν και αραεύ’ σε! Έρθα νά λέγω σ’ άτο νά φυλάγεσαι.

— Όϊ ν’ αοϊλοί εμέν, εκούϊξεν το θερίον και αρχίνεσεν νά τρέχ’ ‘ς σο ραχίν κιάν’… ‘Α σόν φόβον άθε, π’ επάτνεν ‘κ έλεπεν... ‘ς έναν κρεμόν κεκά, ευρέθεν εύκαιρα, ερούξεν κ’ έσκοτώθεν.


Απόδοση στην Νεοελληνική:


Ένας Ματσουκάτες, πολύ βασανιζόταν από τη γυναίκα του. Ηταν κακή και πολυλογού γυναίκα. Με το μάλωμα σηκώνονταν, με το μάλωμα κοιμόντουσαν. Έφτασε στο αμήν ο άνθρωπος και πήρε την απόφαση να γλυτώσει από αυτό το βάσανο. Μια ημέρα πήγε να κόψει ξύλα και ξεμάκρυνε πολύ από το χωριό και ανακάλυψε ένα βαθύ , βαθύ πηγάδι.

-Αυτό το πηγάδι θα είναι η σωτηρία μου σκέφτηκε. Έκοψε κάμποσα μεγάλα κλαδιά και σκέπασε το στόμιο του πηγαδιού. Έβαλε και από πανω μικρά κλαδιά και έτσι τίποτε δεν φαινόταν. Μετά έφτιαξε και δυο δεμάτια που το ενα το απίθωσε πλάι στο πηγάδι, το άλλο πάνω και γύρισε και πήγε στο σπίτι του. Την άλλην την ημέρα πήρε τη γυναίκα του και πήγαν να κατεβάσουν στο σπίτι τα ξύλα που είχε απο την προηγούμενη μαζέψει. Όταν πλησίασαν σε εκείνο το μέρος αυτός φορτώθηκε το ένα δεμάτι με τα ξύλα και είπε στη γυναικα του να φορτωθεί το άλλο. Αυτό ήταν! όταν η γυναίκα του πλησίασε στο δεμάτι, πάτησε στα ξερά κλαδιά και έπεσε στο πηγάδι και από πάνω της προσγειώθηκε και η στοίβα με τα ξύλα!

Ο Ματσουκάτες ήσυχα, ήσυχα γύρισε και πήγε στο σπίτι του. Όλη τη νύχτα δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Σκέφτηκε κα ξανασκέφτηκε και κατάλαβε οτι αυτό που έκανε μεγάλη αμαρτία ήταν. Σαν ξημέρωσε πήγε στο πηγάδι, έλυσε το σκοινί και το έριξε μέσα και φώναξε:

_Σουμέλα, πιάσε την άκρη από το σχοινί, δέσε το στη μέση σου. Εγώ θα τραβήξω και θα σε βγάλω επάνω....

Χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζω! έλεγε και κουνούσε το σχοινί.
Όταν κατάλαβε ότι από κάτω πιάστηκε το σχοινί άρχισε να τραβάει. Τραβούσε και τραβούσε και ξαφνικά βλέπει να βγαίνει απο το πηγάδι ένα θεριό! Πάει να αφήσει το σχοινί και το θεριό φωνάζει:
-Μη με αφήνεις..δεν θα σε φάω και δούλος σου θα γίνω. Όταν ελευθερώθηκε το θεριό του είπε:

- Άνθρωπε σε ευχαριστώ. Με γλύτωσες! από χθές μια γυναίκα μου έβγαλε την ψυχή και να γλυτώσω απο τα χέρια της δεν μπορούσα! Τώρα ότι ζητήσεις θα το κάνω.

Έτσι το θερίο έφυγε προς τα επάνω και άρχισε να καταρημάζει τον κόσμο που ζούσε πάνω από τον τόπο του Ματσουκάτη. Έμαθαν οι άνθρωποι εκείνου του τόπου πως το θεριό μονάχα αυτόν υπολόγιζε και πήγαν κα τον παρακάλεσαν να τους γλυτώσει από το κακό.

Σηκώθηκε και ο Ματσουκάτης και βγήκε να αναζητήσει το θεριό. Το θηρίο όταν τον είδε από μακρυά αγρίεψε και του φώναξε:

Φύγε αλλιώς θα σε φάω...μόνο στον τόπο σου δε σε πειράζω.

-Άκουσε λέει ο Ματσουκάτης, εγώ για το καλό σου ήρθα. Εκείνη η γυναίκα βγήκε από το πηγάδι και σε ψάχνει. Ήρθα να στο πω να φυλάγεσαι....
- Ωχ τι 'επαθα! Συμφορά μου! φώναξε το θηρίο κα άρχισε να τρέχει προς την πλαγιά..
Από τον φόβο του δεν έβλεπε που πήγαινε και κοντά στον γκρεμό παράπατησε, έπεσε και σκοτώθηκε.


Το διαβάσαμε στον Πολιτιστικό σύλλογος Νίψας-Έβρου


Τμήμα σύνταξης


Pontos-News.Gr


2





Άρκον, Ο Λύκον Κι’ Αλέπον..
Έναν ημέραν άρκον, ο λύκον κι’ άλεπόν εποίκαν συμφωνίαν, να πάνε εντάμαν σ’ αβ και ήνταν ευρίκ’νε εντάμαν να τρώγν’ άτο άμον καλά αδέλφα.
Αρ’ εξέβαν σο ραχίν, έτρεξαν αδά, έτρεξαν εκεί, ενεγκάσταν και σην βραδήν απάν’ επίασαν έναν ελαφόπον.
Άρκον ετέρεσεν, αν μοιράζ’ άτο, ατός πεινασμένος θ’ απομέν’. Ενούντσεν, επενούντσεν κι’ επεκεί εποίκεν την διαβολοσύναν άτ’.
— Εξέρετε, παιδία, ντό εν’; είπεν τ’ άλλτς τοι συντρόφ’ς άτ” Εγώ λέω τ’ ελαφόπον είνας μοναχόν άσ’ σοι τρείς έμουν να τρώει άτο, ποίος εν’ μειζέτερος. Εσείς πα ντό λέτε;
Αλεπόν πα κι ο λύκον ντο να εφτάνε! Εποίκαν ατό καπούλ.
— Αιτέ όγλουμ λύκον, πε μίαν εσύ πόσων χρονών είσαι, είπεν
άρκον.

Ο λύκον πα εσέγκεν το κηφάλ’ν ατ’ ανάμεσα σ’ έμπρ τα ποδάρια τ’, ενούντσεν ολίγον κι επεκεί είπεν:
— Εγώ ση Προφήτα τή Δαβίδ τον καιρόν ακόμαν εβύζανα, έλεε με η σχωρεμέντσα η μάνα μ’. Αρ’ ποίστε εσείς την λογαρίαν κ’ ευράτ’ ατά.
— Ατώρα πε κι’ εσύ δαβολίτσον, αλεπέ τ’ έσά τα χρόνια, άμαν τέρεν, ψέμματα ‘κι θα λές, είπεν τον αλεπόν όρκον.
Άλεπόν πα ατότε εσκώθεν είπεν άτς:
-Να έχω ούλά τα κρίματα ντ’ εποίκετε και τα χαταλόπα μ’ πα να μη χαίρουμαι, αν λέω ψέμματα. Εγώ, ο κύρη μ’ ο σχωρεμένον έλεε με:

—μάναν ‘κ έγνώρτσα ο χιλάκλερον— ση κατακλυσμού τον καιρόν, όντας εσέβαμε σην Κιβωτόν τη Νώε, έμνε δίχρονος. Εγώ εγλύτωσα, άμαν η μακαρίτσα η μάνα μ’ ‘κ επόρεσεν. Σην βραδήν απάν έτον. Κάπ’ επήεν σην γειτονίαν ‘ς σο δάνος και επιάστεν σην καλατζήν και ους να κλώσκεται οπίσ’ η Κιβωτός εκλειδώθεν, κι’ έκείνε η άχαρος επέμνεν εξ’ και εφουρκίεν. Όπως και να εν’, μίαν άσ’ σον λύκον τρανός είμαι χωρίς άλλο. Άρκον ατότε ετέρεσεν, η δουλεία αν κλώσκεται σα διαβολοσύνας ατος πεινασμένος θ’ απομέν’. Εϊνας ο δάβολον ους τον Προφήτην Δαβίδ ‘κ εστάθεν. Κι’ άλλος πα το σολούχ’ν ατ’ τάαχ σον κατακλυσμόν επήρεν.

— Ε, είπεν άτς, εγώ πα ατώρα σον Τρυγομηνάν απές θα γομώνω τα τρία. Άμαν σα τέσσερα να μη προφτάνω, αν αγούτο τ’ ελαφόπον ούλεν άμον το στέκ κι τρώγ’ άτο εγώ μοναχόν!.. Και χαμάν έσκωσεν τα τατά τ’ έναν τον είνας εδέκεν κι’ έναν τον άλλον και άπλωσεν άτς ‘ς σην γήν. Κι’ εκάτσεν κα μαναχός και εγουρζούλαεν τ’ έλαφόπον.


Μετάφραση

Μια μέρα η αρκούδα, ο λύκος και η αλεπού έκαναν συμφωνία να πάνε μαζί να βρούνε φαγητό και ότι βρουν να το μοιραστούν σαν καλά αδέλφια.
Βγήκαν στο βουνό, έτρεξαν από εδώ, έτρεξαν από εκεί, κουράστηκαν και κοντά στο βραδάκι πιάσαν ένα ελαφάκι
Η αρκούδα σκέφτηκε πως αν το μοιραζόταν τελικά αυτή θα έμενε πεινασμένη. Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε και έκανε την πονηριά της.
-Ξέρετε κάτι παιδιά; λέει στους συντρόφους του, «εγώ λέω το ελαφάκι ένας από εμάς να το φάει. Και προτείνω να το φάει ο μεγαλύτερος. Εσείς τι λέτε;
Τι να κάνει η αλεπού κα ο λύκος, αναγκαστικά συμφώνησαν.
- Άιντε Λύκο για πες εσύ πόσο χρονών είσαι, είπε η αρκούδα.
Ο λύκος έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια, σκέφτηκε λιγάκι και έπειτα είπε:
-Εγώ στον καιρό του Προφήτη Δαβίδ ακόμη βύζαινα, έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου. Κάντε λοιπόν εσείς το λογαριασμό.
-Τώρα πες κι εσύ διαβολάκι, αλεπού, τα δικά σου τα χρόνια, αλλά κοίτα, ψέματα δεν θα πεις. Ορκίστηκε η αλεπού και σηκώθηκε και είπε αυτά:
-Να έχω όλα τα αμαρτήματα που κάνατε και τα παιδάκια μου να μην χαρώ αν πω ψέματα. Εγώ, ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος μου έλεγε μάνα δεν γνώρισα ο καημένος -στον καιρό του κατακλυσμού, όταν ανεβήκαμε στην κιβωτό του Νώε, ήμουν δίχρονος. Εγώ γλύτωσα αλλά η μάνα μου δεν μπόρεσε. Στο βράδυ πάνω ήταν... Κάπου πήγε στη γειτονιά και έπιασε την κουβέντα και μέχρι να γυρίσει πίσω η κιβωτός είχε κλειδωθεί κα εκείνη έμεινε απ έξω και πνίγηκε. «όπως και να έχει το πράγμα, από το λύκο πιο μεγάλη είμαι, δίχως άλλο.
Η αρκούδα τότε κατάλαβε ότι η δουλειά γυρνάει στην πονηριά και σίγουρα πεινασμένη θα έμενε, Ο ένας ο πονηρός μέχρι τον προφήτη Δαβίδ έφτασε και η άλλη μέχρι τον κατακλυσμό.
-Εγώ, τώρα μέσα στον Οκτώβρη ,τους λέει, θα κλείσω τα τρία. Αλλά στα τέσσερα να μην προφτάσω να πάω αν αυτό το ελαφάκι δεν το φάω ολομόναχος! Σηκώνεται και δίνει μια τον έναν και μια τον άλλον και τους ξαπλώνει χάμω. Και κάθησε καλός και διαλεγμένος και έφαγε το ελαφάκι.

ΠΗΓΗ : thalassa-karadeniz.mylivepage.com
http://www.pontos-news.gr/


3

Ο ΓΕΡΟΝ, Η ΓΡΑΙΑ ΚΙ Η ΝΥΦΕΝ.
ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ



Ο γέρον, η γραία και η νύφεν είναι ένα ποντιακό λαογραφικό ανέκδοτο.



Ελεύθερη απόδοση από το Pontos-News.Gr


Κάποτε ήταν ένας γέρος και μια γριά κι είχαν ένα γιό. Η γριά παραπονιόταν στο γέρο, γιατί δεν παντρεύει το γιο τους, να κάνει νύφη να την βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού για να ξεκουραστεί λίγο.
Μετά από αρκετό καιρό ο γέρος πάντρεψε το γιο τους. Κάθονταν λοιπόν, όλοι μαζί στο τραπέζι να φάνε κι η νύφη γρήγορα-γρήγορα έτρωγε και πήγαινε στο δωμάτιό της να κοιμηθεί. Έτσι η γριά σήκωνε μόνη της το τραπέζι.
Ένα βράδυ άρχισαν να τσακώνονται ο γέρος με τη γριά για το ποιος θα σηκώσει το τραπέζι.
Κατεβαίνει μετά από λίγο η νύφη νευριασμένη, (οι φωνές τους την είχαν ξυπνήσει) και τους λέει. «Τι πάθατε και μαλώνετε; Ο ένας να σηκώσει το τραπέζι και η άλλη να πλύνει τα πιάτα και «τελειώνετε» γιατί θέλω να κοιμηθώ».
Τότε ο γέρος λέει στη γριά: «Ε γριά, νύφη δεν ήθελες. Τώρα κάνε τα όλα εσύ»

Τμήμα σύνταξης
Pontos-News.Gr

4

Ο ΕΥΡΙΠΟΝ ΚΑΙ Τ’ ΙΜΣΟΝ ΒΟΥΔ…

image

Ο Ευρίπον έτον τρανός μασαλτσής. Αμόν ντο εντούνεν κατ’ σο νουν ατ’ αμάν εδίνεν ατο ποδάραι και επορπάτνεν…
Η μάνα τ’ πολλά εγάπανεν ατόν και άμον ντο έργεβεν έναν ξάι να κλόσκετε α ση δουλείαν ατ’ σο σπιτ’ εστεναχωρεύκουτον πολλά.
Έναν βραδίν ο Ευρίπον ξαν έργεψεν. Η μάνα τ’ ξαν ερχίνεψεν να ερωτά…
- Καλά ατός ο ερίφς εμούν γιατί έργεψεν;
- Εσύ η γαρή γιατί ούλεν την ώραν ερωτάς, γιατί έργεψεν ο παιδάς εμουν;
- Εσύ πα ατώρα ντο λες; Πώς κι θα ερωτώ; Παιδί μ’ κι εν;
Αμάν εκείνο την ώραν που εκαλάτσεβαν, η πόρτα ενοίεν και αχά ο Ευρίπον…
- Καλησπέραν σ’ ούλτς εσούν.
- Ατό πα ντο καλησπερίαν εν; Αήκον ώραν που έρθες καλησπέραν κι λένε. Καληνύχταν λένε!
- Μάνα ξαν ερχίνεσες; Γιατί ερωτάς με;
- Εσύ ο παιδάς επαλαλώθες; Αν κι ερωτώ το παιδί μ’ γιατί έργεψεν τίναν θα ερωτώ; Οι μουσαφιράντ ούλ έρθαν σο παρακάθ και ετοιμάουνταν πα να φεύνε και εσύ πού είσαι;
- Μάνα πολλά αυτήχολος κι είσαι;
- Ας τρανήν και τ’ εσόν η θεατέρα και ατότες ας ελέπω και σεν αν κι θα γίνεσε αυτήχολος.
Ο Ευρίπον σην αρχήν εχολιάστεν με τη μάναν ατ, όμως ενούντσεν ατό καλά και είπεν απ’ απές ατ. Ατέ η ιστορία με τη μάναν πολλά εκράτεσεν, κατ πρεπ ν’ εφτάω.
Ξάι καιρόν κι εχάσεν…
- Ε μάνα και πώς να έλεγα σε ντ’ έπαθα και έργεψα.
- Και ντό έπαθες ρίζα μ’;
- Αμον ντο εξέβα ση στράταν να έρχουμε, αχά εμπροστά μ’ ευρέθεν έναν βουδ.
- Και α σο βουδ έργεψες; Ντο βουδ έτον ατό;
- Ε πώς είναι τα βούδια μάνα;
- Αρωτώ σε, τρανόν βούδ έτον, γιόξαμ μικρόν;
- Τρανόν μάνα και πολλά τρανόν!
- Και πώς εβρέθεν το βούδ νύχταν απάν ση στράτα ς;
- Ε ντο να λέω σε μάνα, κι ερώτεσά το…
- Ε καλά, και επεκεί;
- Σην αρχήν είπα. Κάτινος βουδ εν και θα έρχουνταν περν ατό. Σιντ’ επέγνα όμως, το βουδ ερχίνεσεν να τρες από οπίς ιμ. Παναϊα μ’ είπα, ατό το βουδ θα σκοτών με. Επείκα να τρέχω και ατότες το βουδ ερχίνεσεν να τρες κι’ άλλο δυνατά από οπίς ιμ…
- Καλά εσύ αμον ντο λες, το βουδ θα εσκότωνε σε!
- Κι αμ ντο λέω σε ατόσον ώραν μάνα;
Σην αρχήν κανείς α σου μουσαφιράντς τηδέν κι εγρίξεν. Όμως η νύφε εγρίξεν πού κες θα επέγνεν την ιστορίαν ο άντρας ατς, για τ’ ατό εσέβεν ση μέσεν τη καλατσής και λέει…
- Μάνα μ’ ινανεύες ατόν. Ατός αήκα παλαλά πολλά λέει. Θέατρον εφτάει!
- Εσύ πα ατώρα λάλα κατ’ είπες. Ο άντρας ισ εκόντεψεν να σκοτούτε και συ τραγοδείς το φέγγο σ΄. Ε και πώς εγλίτωσες παιδόπο μ ;
- Αν κ’ εφοούμνε μάνα ότι θα αχπαράεσαι, θα έλεγά σε πώς εγλίτωσα.
- Ούι πουλόπομ, γιάμ εντόκεν σε το βουδ;
- Και μόνον εντόκεν με μάνα; Αν έλεπες τα κέρατα τ’ πως εκαρφούταν απάν’ ιμ…
- Ούι γιαβρίμ! Ούι την μάρσαν! Το παιδί μ’ να κινδυνεύ και εγώ τηδέν να μη εξέρω, να τρέχω γουρταρεύα το. Ας εψόφενα εγώ η κακόχρονος κι εσύ τηδέν μ’ επαθάνες.
Η γραία η μάνα, η Φώνα, ερχίνεσεν ατότες να φτουλίεται και να κλέει. Εντούνεν τα σέραι ατς απάν σα γόνατα και σα ποδάρια τς και εμοιλόγανεν.
Και όσον ο Ευρίπον έλεγεν για το βούδ, ατόσον η μάνα τ εφτουλίουτον!
- Ούι την μάρσαν. Και πώς θα εσείρνα πουλόπο μ τον καϊμό σ;
Ατότες εσέβεν ση μέσεν ίνας ανεψιά…
- Καλά εσύ Ευρίπο επαλαλώθες; Θέλτς να θανατώντς τη μάνα σ; Θεία έλα σα συνκαλά σ, μ’ ινανεύς ατόν. Ατός μασαλτσής εν…
- Εσύ πα φά το σκατόν! Άλλος έτρωεν τα κερατέας και εσύ εξέρτς α σ’ εκείνον κι’ άλλο καλίον; Α σο κιφάλν ατ’ εβγάλει ατά και λέει ατά ο άχαρον;
Η γραία εστάθεν έναν ξάι κ επεκεί ενούντσεν…
- Έι παιδόπο μ, γιάμ λες ψέματα;
- Μάνα σε σεν θα έλεγα ψέματα; Αν θελτς να εξέρτς τ’ ιμσά α σ ατά που λέω, αληθινά εν’.
- Έκσες άνεψια ντο είπεν ο παιδάς. Και τ’ ιμσά αλήθινά να είναι, κανείνταν. Βουδ έτον ατό κι έτον κατούδ, για να μη εφοούτον το παιδί μ.
- Ιμσόν βούδ πώς γίνεται θεία; Εγώ καμίαν κι είδα ιμσόν βούδ. Κι αρ αν εν αέτς, γιατί κι λες τον προκομένον σ’ να δεκνίζ’ μας τα γεράδας α σα κερατέας τ’ ιμσού τη βουδί;
- Ε;
- Λέω, ας δεκνίζ’ μας τα γεράδας ατ’ α σα κέρατα τη βουδί.
- Ατό ντο λέει η εξαδέλφη σ’ Ευρίπο σ’ αχούλ σουμά εν. Δείξον μας τα γεράδας σις…
- Κι αφού η εξαδέλφη μ’ εν πολλά έξυπνος, πώς κι επορεί να εγρικά σ’ ατόσον στράτα που επείκα, ούσ να να έρχουμαι σ’ οσπίτι μ’ ότι τα γεράδας ιμ’ ελαρώθαν;
- Έι γάιδαρε με δύο κιφάλια! Ας έσνε σουμάμ ατώρα και θα εδέκνιζα σε εγώ πώς λαρούνταν τα γεράδας ις! Α σ’ ιμσόν το βουδ!!




———————————————————————————————————
Μια αληθινή ιστορία
Από τον Γιάννη Χαριτάντη
Ο Γιάννης Χαριτάντης είναι Πόντιος δεύτερης γενιάς. Και οι δύο γονείς του κατάγονταν από το χωριό Βαρενού, περιοχής Κρώμνης της επαρχίας Τραπεζούντας και ήρθαν στην Ελλάδα το 1922. Ο ίδιος έζησε και μεγάλωσε στη Δράμα.
Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ζει με την οικογένεια του στην Πάτρα, όπου εργάζεται ως καθηγητής της Ηλεκτρονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Είναι συγγραφέας επιστημονικών βιβλίων Ηλεκτρονικής.

ΠΗΓΗ  http://www.lelevose.eu/

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Ένα σοβαρό παραμύθι στην Τραπεζούντα...


Ένα σοβαρό παραμύθι στην Τραπεζούντα...

Τον Ιανουάριο του 2006 ο Τάσος Τέλλογλου, η Σοφία Παπαϊωάννου και η δημοσιογράφος των Νέων Φακέλων Κατερίνα Λομβαρδέα ταξίδεψαν στην Τραπεζούντα και συνάντησαν τους άγνωστους μέχρι εκείνη τη στιγμή μουσουλμάνους Πόντιους.

Για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό οι Φάκελοι αποκάλυψαν μια ιστορία που έμενε άγνωστη στους περισσοτέρους Έλληνες καθ'ολη σχεδόν τη διάρκεια του 20ου αιώνα: την ιστορία των Ποντίων που άφησε πίσω της η ανταλλαγή πληθυσμών του 1922.

Με την κάμερα του Χρόνη Τσιχλάκη επισκεφθήκαμε τα αμιγώς ελληνόφωνα χωριά, συναντήσαμε τους φιλόξενους κατοίκους τους, ακούσαμε μαζί τους τη λύρα. Τα βράδια μας μίλησαν για τους χριστιανούς συμπατριώτες τους που το 1922 πήραν το δρόμο για την Ελλάδα, και για τον πολιτισμό τους που απειλείται από το κεμαλικό κράτος.

Ακόμα, στην κάμερα των Φακέλων μίλησε ο Πόντιος διανοούμενος Ομέρ Ασάν, ο οποίος πριν από 10 χρόνια δικάστηκε στην Τουρκία για το βιβλίο του «ο Πολιτισμός του Πόντου», ένα βιβλίο που έγραψε αναζητώντας τις ρίζες του. Δύο Τούρκοι ιστορικοί μας μίλησαν για την επίσημη τουρκική άποψη για τους πληθυσμούς αυτούς. Η ιστορική επιστήμη στην Τουρκία αρνείται την ύπαρξη ενός ελληνικού πολιτισμού στη Μαύρη Θάλασσα, την ώρα που και η ελληνική διπλωματία αντιμετωπίζει τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους σαν ένα εμπόδιο στις διμερείς σχέσεις.

Αλλά οι Πόντιοι στις δύο πλευρές του Αιγαίου έχουν προ πολλού ανοίξει διαύλους επικοινωνίας στο ίντερνετ και την πραγματική ζωή . Τα καλοκαίρια συναντιόνται στα «παρχάρια» (υψίπεδα) της Τραπεζούντας και το χειμώνα σε ταβερνάκια της Θεσσαλονίκης, γιατί όπως μας είχε πει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης στην κάμερα των Φακέλων «φταίει το DNA που μας τραβάει».

Ακόμα στην ίδια εκπομπή, οι Φάκελοι παρουσίασαν για πρώτη φορά ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα της Σοφίας Παπαϊωάννου στους διωγμούς που υπέστησαν οι χριστιανοί Πόντιοι από το 1916 μέχρι το 1922 ακολουθώντας την πορεία των πληθυσμών που διώχτηκαν τότε και ταξίδευσαν στη Μακεδονία για να βρουν τους υπέργηρους σήμερα μάρτυρες μιας από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες του νεότερου ελληνισμού.





ΠΗΓΗ  http://epontos.blogspot.gr/

8 ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ


8 ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ







ΠΗΓΗ  http://epontos.blogspot.gr/

Αρχαίες λέξεις που διασώζονται στην Ποντιακή διάλεκτο


Αρχαίες λέξεις που διασώζονται στην Ποντιακή διάλεκτο



Αρχαίες λέξεις που διασώζονται στην Ποντιακή διάλεκτο

της Αρχοντούλας Κωνσταντινίδου


Η ποντιακή διάλεκτος αποτελεί μία από τις τέσσερις διαλέκτους της νέας ελληνικής γλώσσας και είναι άμεση απόγονος της ιωνικής διαλέκτου της αρχαίας ελληνικής, καθώς Ίωνες από τη Μίλητο αποίκησαν τα παράλια του Εύξεινου Πόντου ξεκινώντας από τη Σινώπη και συνεχίζοντας με τα Κοτύωρα, την Κερασούντα και την Τραπεζούντα. Υπολογίζεται, λοιπόν, πως η αρχαία ιωνική διάλεκτος πρωτοακούστηκε στα παράλια του Εύξεινου Πόντου το 785 π.Χ., όταν κατοικήθηκε η Σινώπη. Η ελληνική ταυτότητα, τουλάχιστον για την Τραπεζούντα, επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Ξενοφώντα στην «Κύρου Ανάβαση», όπου περιγράφει την Τραπεζούντα ως «πόλιν ελληνίδα, οικουμένην εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικία». Η περιοχή του Πόντου αποτέλεσε το βορειοανατολικό άκρο, στο οποίο ομιλήθηκε η ελληνική γλώσσα. Και, χάρη στη γεωγραφική απόσταση του Πόντου από τη μητροπολιτική Ελλάδα, δεν επηρεάστηκε η ποντιακή από την κοινή νεοελληνική, διασώζοντας έτσι πολλούς τύπους της αρχαίας ελληνικής είτε ατόφιους είτε ελαφρά παραλλαγμένους.


Παρατηρούμε π.χ. πως αντίθετα με τη λατινική λέξη «τσεκούρι», που χρησιμοποιείται στη νέα ελληνική, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «αξινάριν», η οποία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «αξίνη». Επίσης, για τη λέξη κόσα, που σημαίνει το μεγάλο δρεπάνι με το οποίο θερίζει κανείς όρθιος και είναι λέξη σλαβικής προέλευσης, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «κερεντή», η οποία βγαίνει από το ρήμα «κείρω» (κουρεύω). Η ποντιακή κρατώντας τη λέξη «μακέλιν», αντί για τη λέξη κασμάς, που χρησιμοποιούμε σήμερα, διατηρεί την αρχαία ελληνική λέξη «μακέλη», κι όχι τη λέξη «κασμάς» που είναι τουρκικής προέλευσης.


Το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη «ρούχο». Ενώ, δηλαδή, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «λώμα», που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «λώπη» (ένδυμα), η νεοελληνική χρησιμοποιεί τη σλαβική λέξη «ρούχο». Τέλος, για τη λέξη «τσουκνίδα», η οποία δεν είναι σίγουρο πώς προέκυψε ετυμολογικά στη νέα ελληνική, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «κνιδέα» και «κιντέα», διατηρώντας την αρχαία ελληνική ονομασία «κνίδη».


Ανάλογες σκέψεις προκαλούν και αρκετά ρήματα που διασώθηκαν στην ποντιακή, τα οποία η νέα ελληνική δεν τα κράτησε ή τα αντικατέστησε με άλλα. Π.χ. το ρήμα «κλοτσώ» αντικατέστησε το αρχαίο «λακτίζω», ενώ στην ποντιακή υπάρχει ως «λαχτίζω». Το «ριγώ», που παρέμεινε αυτούσιο στην ποντιακή από την αρχαία, στη νέα ελληνική αντικαταστάθηκε από το «κρυώνω». Ακόμη, το «κρούω» διατηρήθηκε ακέραιο στην ποντιακή, ενώ στη νέα ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως το «χτυπάω».


Επιπλέον, τα ρήματα «φιλέω-ω» και «πονέω-ω» στη νέα ελληνική πήραν την κατάληξη «-άω-ώ», ενώ στην ποντιακή διατηρήθηκε η αρχαία κατάληξη «-έω-ώ». Το ρήμα «ικανέω-ώ» και «ικανέομαι-ούμαι», που δεν διατηρήθηκε στη νέα ελληνική, διατηρήθηκε στην ποντιακή και είναι το πολύ γνωστό μας «κανείται» (=φτάνει, είναι αρκετό). Το ίδιο συμβαίνει και με την Ευκτική Αορίστου β΄ του ρήματος «λαγχάνω», η οποία διατηρείται στην ποντιακή στο γ΄ ενικό για να εκφράζει πιθανότητα κι ευχή (π.χ. λάχ’ επορούν κι έρχουνταν), ενώ στη νέα ελληνική δεν διατηρήθηκε το ρήμα αυτό, παρά μόνο τα παράγωγά του, όπως: «λαχνός», «λαχείο», «λαχειοφόρος» κτλ.


Εκτός από πολλά ρήματα της αρχαίας ελληνικής, που διατηρήθηκαν ακέραια στην ποντιακή, υπάρχουν και αρκετά ουσιαστικά της αρχαίας που βρίσκονται εγγύτερα στην ποντιακή, απ’ ότι στη νέα ελληνική. Για παράδειγμα, η λέξη «φέγγος» (=φως στην αρχαία και φεγγάρι στην ποντιακή), καθώς και λέξεις: «ψύχος», «στέγος» «γέλος» (γέλως στην αρχαία). Εγγύτερα στην ποντιακή διάλεκτο είναι και οι λέξεις: «ωβόν» (αρχ. το ωόν, το αβγό) και «ωτίν» (αρχ. ο ους, του ωτός, το αυτί). Η διατήρηση όλων αυτών των αρχαϊκών στοιχείων στη γλώσσα των Ποντίων διατρανώνει πως η ελληνική συνείδηση παρέμεινε ακλόνητη κι επαυξημένη στον Πόντο, παρόλες τις εχθρικές επιθέσεις και τις προσπάθειες αφομοίωσης που δέχτηκε για πολλούς αιώνες από ξένους λαούς.


Πέρα, όμως, κι από αυτό, φανερώνει τον πλούτο και τη δύναμη που έχουν τα ιδιώματα της ελληνικής, τα οποία, δυστυχώς, σε προηγούμενες δεκαετίες αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση και αδιαφορία, καθώς υπήρχε ο φόβος ότι οι ομιλητές τους θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες επικοινωνίας κι ένταξης στο κοινωνικό σύνολο.


Ήδη μία πρώτη επιστημονική και οργανωμένη προσπάθεια για τη διδασκαλία της Ποντιακής διαλέκτου έχει ξεκινήσει από τον Σύνδεσμο Ποντίων Εκπαιδευτικών και τα πρώτα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά κι ελπιδοφόρα για το μέλλον της ποντιακής. Ευχόμαστε κάτι ανάλογο να γίνει και για τις άλλες διαλέκτους και τα ιδιώματα της ελληνικής, γιατί το κάθε ένα από αυτά είναι πολύτιμο και η απώλεια, έστω και ενός, καθιστά την ελληνική γλώσσα φτωχότερη.

ΠΗΓΗ  http://epontos.blogspot.gr/

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Γυναικίες Ενδυμασίες

Γυναικείες Ενδυμασίες










Η ΖΙΠΟΥΝΑ

Γυναικεία Ενδυμασία στον Πόντο Είναι όμοια με ρόμπα, με τη διαφορά ότι είναι εφαρμοστή στο κορμί και τα μανίκια, γαϊτανοκέντητα και στενά, φθάνουν μέχρι τον καρπό. Ποδήρης χιτώνας για το ακριβέστερο του όρου και της περιγραφής. Ανοιχτή μπροστά, καλύπτει ελάχιστο πλαϊνό τμήμα του στήθους, στο πάνω μέρος. Λίγο πάνω απ΄τον ομφαλό κουμπώνεται με 3-4 κουμπιά πολύ κοντά το ένα με τ' άλλο, καλά εφαρμοστά, για να κρατεί το στήθος ψηλά, σαν στηθόδεσμος. Μετά το κούμπωμα, τα κανάτια της ζιπούνας φαρδαίνουν ακόμα διασταυρούμενα και συγκρατούνται, σφιχτοδεμένα, παράλληλα με ταραπουλούζ’ ζωνάρι. Το γυναικείο ζωνάρι διαφέρει σε χρωματισμό και διαστάσεις απ΄το ανδρικό ταραπουλούζ. Το μήκος της ζιπούνας φτάνει λίγο ψηλότερα απ΄τον αστράγαλο. Είναι από μετάξινο πολύχρωμο ύφασμα (κουτνίν) και εσωτερικά έχει φόδρα (αστάρ) ατλάζινο, μονόχρωμο γυαλιστερό. Φέρει δυο σκισίματα δεξιά κι αριστερά κατά μήκους του μηρού, απ΄ τους γλουτούς μέχρι κάτω. Το μπροστινό άνοιγμα είναι κεντημένο με γαϊτάνια. Το ίδιο και το άκρο του μανικιού κυκλικά σε πολλές σειρές.   

Η ΚΟΤΣΟΔΕΤΡΙΑ

Μαντίλι μεγάλο από λεπτό πυκνόφαντο τούλι. Είχε σχήμα τετράγωνο και διπλωμένο διαγώνια, έπαιρνε το σχήμα ορθογώνιου ισοσκελούς τριγώνου. Δενότανε έτσι, συμμετρικά με την υποτείνουσα μετωπικά, τα δε δυο ισομήκη άκρα, περνούσαν πάνω απ΄τ΄αυτιά, αγκάλιαζαν τις πλεξούδες (τα τσάμιας) με διασταύρωση πάνω στην κοτύλα (αυχένα), αφήνοντας να κρέμονται οι πλεξούδες ανάμεσα απ΄τ΄αγκάλιασμα με χάρη, μακριές μέχρι την έδρα και έπειτα δενότανε πάνω στη μετωπική χώρα του κρανίου (εκορδυλιάγουσαν). Οι πλεξούδες (τα τσάμιας), χιλιοτραγουδισμένες, ήταν το στολίδι της ομορφιάς των κοριτσιών και των νέων νιφάδων. Ο ερωτευμένος νέος που και τον θάνατο, με βρόγχο πνιγμού τα μαλλιά της αγαπημένης του, θεωρεί αγαθόν, τραγουδάει Ξεροχτέντσον τα μαλλόπα σ΄ και δος ΄ατά πιτσίμ-ί Τύλτσον ατά ΄ς σο γουλόπο μ΄, σύρον κ΄έπαρ΄την ψημ’-ι. __74633_1609083478189_1569289976_31524257_4145236_n         __PONTIES__n       __________1919jpg       __FORESIES-_9  ΤΟ ΛΕΤΣΕΚ’Κλαδωτό μετάξινο μαντίλι σε σχήμα κοτσοδέτριας. Το φορούσαν οι νέες. Οι γριές και οι χήρες φορούσαν λετσέκ’ με μαύρες βούλες . 

ΤΟ ΚΑΜΙΣ’ Το γυναικείο καμίς (υποκάμισο), ήταν από λευκό κανναβένιο ύφασμα εγχώριας παραγωγής και έφτανε απ΄το λαιμό ίσαμε τα γόνατα και μπροστά στο στήθος ήταν ανοιχτό. 

ΤΟ ΒΡΑΚΙΝΑπ΄το ίδιο ύφασμα με το καμίς. Το φορούσαν κατάσαρκα και δενόταν στη μέση με βρακοζών’ όπως και το ίστονιν των ανδρών. Ήταν λευκό μέχρι τα γόνατα και από δω και κάτω πρόσθεταν παρέκταμα από έγχρωμο ύφασμα που διακρίνονταν απ΄τις πλάγιες σχισμές της ζιπούνας και έφτανε κάτω απ΄τη φοτά, ίσαμε το μεσό της κνήμης . 

ΤΟ ΣΠΑΡΕΛ’Από έγχρωμο ύφασμα που το λέγανε κοκνέτσα με μονόχρωμη φόδρα. Είχε σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου με τη μικρότερη βάση προς το λαιμό, η οποία έφερε ημικυκλική εγκοπή στο μέσον, για να περιβάλλει το λαιμό με δυο ιμάντες (ακροδέτες) για το δέσιμο πίσω στον αυχένα (κοτύλα). Με δυο πάγια κορδόνια πιασμένα από σημείο κοντά στη μεγάλη βάση τα (σπαρελοδέματα), δενότανε πίσω στην πλάτη, εφαρμοστά. Όλο το σπαρέλ’ έφτανε μέχρι τον ομφαλό και τα (σπαρελοδέματα) περνούσαν κάτω απ΄τα στήθια, εγκλωβίζοντας, τα κάτω απ΄τ’ σπαρέλ. Ήταν ο γυναικείος στηθόδεσμος του Πόντου. 

Η ΦΟΤΑ

Έγχρωμη με κυανές ή πράσινες και λευκές ταινίες κάθετες διασταυρούμενες κάθετα με φαρδιές οριζόντιες του ίδιου χρωματισμού.΄Εχει όλο το ένδυμα τούτο σχήμα τετράγωνο και φοριέται εξωτερικά, σαν επικάλυμμα όλης της ενδυμασίας, απ΄ τη μέση, μέχρι κάτω απ΄ τα γόνατα, πλησιέστερα προς τον καρπό του ποδιού. Η μία πλευρά περιβάλλει την οσφή και δένεται με ακροδέτες, όπως και το σπαρέλ. Το άνοιγμα της βρίσκεται στα πλάγια του έξω μηρού, σε αντίθεση προς πολλά άλλα μέρη του Πόντου όπου δένονται πίσω, με το άνοιγμα κατά μήκος της έδρας. Το πλάγιο δέσιμο μαρτυρεί το τραγούδι… «Σύρον αν’ και σύρον κά, η φοτά σ΄ σο γιάν’ απάν’ Ο Θεός την ψη μ΄να παίρ’ ‘σ άσπρον το κιορτάν΄τς΄ απάν’». Κι η φοτά όπως και το σπαρέλ’, ήταν ο στόχος των ερωτευμένων υμνωδών της γυναικείας αμφίεσης. «΄Σ σο σπαρελόπο σ΄αφ’κά κ΄ες ντο είν’ ατά ντο κείνταν’ Κιμισχανάς μηλόπα είν’, εμέν κι΄εσέν’ κανείνταν Το λετσεκόπο σ΄ κόκκινον κι η φοτά σ΄ γερανέον Κι ατό το στραβοτέρεμα σ΄ Τούρκον ευτάει Ρωμαίον »  Αναλυτικότερα, η γυναικεία φορεσιά αποτελείται απο τα παρακάτω μέρη : Καμίσ’.Με μακριά και πλατιά μανίκια, στενό γιακά αλλά ευρύτερο στο στήθος έναντι του ανδρικού πουκάμισου. Σχιστό μπροστά από το λαιμό ίσα με τον οφαλό. Κατασκευαζόταν από άσπρο πανί, χασέ, λινό, λινομέταξο ή και ολομέταξο ύφασμα, (μαλάζ’ καμίσ’ και κεναρλίν). Το καμίσ’ το φορούσαν σταυρωτά μπροστά στο στήθος. Βρακίν’ ή πανταλόνι.Κατασκευαζόταν από το ίδιο ύφασμα με το καμίσ’. Έδενε μπροστά με το βρακοζών. Το βρακί έφτανε ως τα γόνατα. Εν Αδύσση (κωμόπολη του Ντορουλίου) το βρακί ονομαζόταν αντζοφόρ’ και ειδικότερα λώμμαν. Τους παλαιότερους χρόνους το βρακί έφτανε πιο κάτω από το γόνατα και στις απολήξεις-άκρα έκαστου βρακοποδίου είχε ένα είδος κορδονιού (γαϊτάνι) από λευκό βαμβακερό ύφασμα για να δένετε στις κνήμες. Τα βρακοπόδια αυτά λεγόντουσαν ποδωνάρια. Τάπλα,δισκοειδές χαμηλό κάλλυμα κεφαλής με ραμμένα επάνω του φλουριά τα οποία επικάλυπταν κατά το ήμιση το ένα τ’ άλλο. Η τάπλα έφερε δύο γαϊτάνια εκατέρωθεν τα οποία στερέωναν πίσω από το κεφάλι και κάτω απ τις πλεξούδες. Τάπλα φορούσαν τα ανήλικα κορίτσια και οι γυναίκες. Οι ηλικιωμένες φορούσαν κουκούλλ’ με τα λεγόμενα τσαμπάρια. Στην Χαλδία τα κορίτσια φορούσαν ενίοτε κουκούλλ’ χρωματιστό και επάνω τύλιγαν τσίτ, ενώ αγόρια και κορίτσια την άνοιξη φορούσαν τερλίκια κεντημένα με ζινίχια (χάντρες). Πάνω απ το κουκούλ έραβαν φούντα από χάντρες και στο κάτω μέρος μήλο του Μαϊου με σκελίδα σκόρδο και σταυρό, προς αποφυγή της βασκανίας. Στη Λιβερά δεν φορούσαν τάπλα. Μετά από επιμελές χτένισμα με μία ή δύο πλεξούδες φορούσαν ένα τετράγωνο ύφασμα (την κατζοδέτρα) το οποίο δίπλωναν σε τρίγωνο σχήμα με το πλατύ μέρος να αρχίζει από το μέτωπο και τις άκρες του να κατευθύνονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού στο επάνω μέρος του αυχένα όπου σφίγγονταν καλά και επανερχόντουσαν στο επάνω μέρος το μετώπου όπου και δένονταν. Η κατζοδέτρα ήταν άσπρο ύφασμα από πολύ πυκνό τούλι ή από βαμβακερό ύφασμα. Πάνω απ την κατζοδέτρα φορούσαν το λετζέκ, μεγάλο τετράγωνο βαμβακερό μαντήλι σε κοκκινοκίτρινη βάση και κόκκινα λουλούδια για τις νέες, ενώ μαύρες βούλες για γρέες και χήρες.Πάνω από το λετζέκ φορούσαν και ένα δεύτερο ομοίως, το οποίο κάλυπτε τα αυτιά και έδενε επίσης στο επάνω μέρος του μετώπου. Με την πάροδο των χρόνων εξέλιπαν όμως όλα αυτά και έμεινε μόνο κάλλυμα κεφαλής το λετζέκ. Στα Σούρμενα το λετζέκ χρησιμοποιείτο και σαν καμαρωτέρ’ δηλαδή καλύπτρα της νύφης. Dουλbάνι. Σε Τραπεζούντα, Χαλδία, Σάντα αλλά και στα χωριά τα κοράσια ως την ηλικία των 16 ετών δεν φορούσαν τάπλα, αλλά ένα λεπτότατο άσπρο ύφασμα με δαντέλα, μπιμπίλλαν ή χάντρες περιμετρικά. Διπλωνόταν σε τρίγωνο και οι δύο άκρες δενόντουσαν πίσω στο στον αυχένα κάτω απ τις πλεξούδες όπου και δενόταν αφού είχαν διασταυρωθεί κάτω απ το λαιμό ή στην κορυφή της κεφαλής. Τα κοράσια άνω των 16 ετών ενίοτε φορούσαν και τάπλα την οποία κάλυπταν όμως με το λετζέκ.Τα κοράσια από 20 ως 25 ετών φορούσαν κόκκινα και πράσινα κεντημένα με χάντρες και ψευτοφλουριά τσίτε (τσίτια) ενώ από 25 με 35 φορούσαν κίτρινα. Πέραν τούτων όλα μάλλον ήταν μαύρα. Οι μεσήλικες συνήθως δεν έδεναν το λετζέκ αλλά το άφηναν ελεύθερο να καλύπτει το επάνω μέρος της κεφαλής και να κατέρχετε χωρίς δέσιμο εκατέρωθεν πλάγια στο στήθος. Τα μικρότερα κορίτσια φορούσαν γιαζμάν, δηλαδή λεπτότατο άσπρο ή κίτρινο ύφασμα με χρωματιστά κλαδιά μικρότερο από το τσίτ’ παρόμοιο με καλεμκερί. Η γιαζμά στο μεταλλείο του Ακ Ντάγ λεγόταν κουβράχ το οποίο σα ταινία διπλωνόταν γύρω απ την τάπλα και άσπρο dουλbάνι κάλυπτε την κεφαλή χωρίς να δένετε καταλήγοντας στους ώμους ελεύθερο. Χρησίμευε τούτο σαν νυφική καλύπτρα στην Πουλαντζάκη της Κερασούντας αλλά και αλλού. Τεπελίκ’ ή ταπαλίκ’ δηλαδή τάπλα η οποία έφερε στο επάνω μέρος της λεπτό στρογγυλό έλασμα αργυρό ή επίχρυσο με γραμμωτά, σπειροειδή ανάγλυφα. Περιφερειακά έφερε ραμμένα χρυσά νομίσματα (φλουριά) τα οποία επικάλυπταν το ένα τ’ άλλο. Άλλοτε αντί ελάσματος χρησιμοποιούσαν χρυσοκέντητο επίστρωμα.

Τεπελίκι

Τεπελίκι έφεραν μόνο οι νέες. Τάπλα έφεραν τα κορίτσια άνω των 16 χρόνων και οι μεσίληκες γυναίκες. Οι άνω των 50 χρόνων γυναίκες και οι γραίες φορούσαν το λεγόμενο φιντσάν’ από φέσι φτιαγμένο, ή το ονομαζόμενο κουκούλλ’ πάλι από κομμάτια φεσιού κατασκευασμένο το οποίο σκέπαζαν με άσπρο dουλbάνι και χοντρά τσίτια. Στους νεότερους χρόνους έφεραν τα τσαμπάρ(ι)α δηλαδή πολλά τσίτ(ι)α το ένα επι του άλλου με μία bοχτσάν που έδενε επάνω από όλα. Το πρώτο από τα τσαμάρ(ι)α ήταν άσπρο και τα άλλα σκούρα ή μαύρα. Η τάπλα και το τεπελίκ’ στερεώνονταν στο κεφάλι με δύο κορδόνια μεταξωτά, (με κατεύθυνση πίσω από τα αυτιά) που έδεναν πίσω στον αυχένα κάτω από την ή τις πλεξούδες. Κουρσίν. Είδος τεπελικίου κεντημένο στο πάνω μέρος με χρυσοκλωστή ή με ραμμένο μονοκόμματο χρυσοϋφαντο κέντημα με κεντημένο άνθος στο μέσον και εξαρτημένο στον αριστερό κρόταφο και προς τα κάτω ένα κροσσό (εξ ου και κουρσίν) από χρυσά νήματα.Γύρω του εμπρός κρέμονταν φλουριά. Έδενε το κουρσίν όπως και η τάπλα. Τερλίκ’ ή και ταρλίκ’.Παλιό κάλλυμα της κεφαλής όπως και το ανδρικό τερλίκ’ αλλά κεντημένο με ποικιλόχρωμα νήματα με ενίοτε ραμμένα νομίσματα εις το γύρο -πούρτζ(ι)α- (σατζάκι) δηλαδή κέντημα σε σχήμα μικρών τρίγωνων.  

Καλύμματα της κεφαλής που κάλυπταν συγχρόνως και μεγάλο μέρος του σώματος ήταν τα εξής παρακάτω: 

Βαλά.

Νυφικό κάλυμμα της κεφαλής (στο Άκ Ντάγ Ματέν και αλλού) που έφτανε ως τη μέση και κάλυπτε (πέριξ) εμπρός και πίσω τη νύφη, σαν το πουλλούν ή πουρλούν. Πουλλούν ή πουρλούν.Νυφικό πολύ λεπτό κάλυμμα της κεφαλής στα Κοτύωρα σε πράσινο ή κόκκινο χρώμα που έφτανε ως τους ώμους και κάλυπτε εμπρός πίσω, δεξιά και αριστερά το κεφάλι. Το φορούσαν μετά τη στέψη. 

Σάλ’.

Μάλλινο ευρωπαϊκό μονόχρωμο ή πολύχρωμο ύφασμα σαν μπέρτα που σκέπαζε το κεφάλι, τα νώτα, τους ώμους και το στήθος. Το χρησιμοποιούσαν οι μεσήλικες αλλά και οι γραίες στον εκκλησιασμό, σε καιρό ψύχους, επισκεπτόμενες την αγορά αλλά και όταν ήταν άρρωστες. Εκτός των παραπάνω υπήρχαν και ποδήρη καλύμματα κεφαλής: Τσαρκούλ’.Μεγάλο σαν το τουρκικό τσαρτσάφ’. Άσπρο μεταξωτό που κάλυπτε όλο το σώμα εμπρός και πίσω ως τα πόδια. Το μεταχειριζόντουσαν απαραίτητα οι νέες γυναίκες και τα ενήλικα κοράσια σε επισκέψεις και εκκλησιασμούς. Στο Καράπερτσιν της Αμισού, τσαρκούλ’ έλεγαν και το καμαρωτέρ. 

Κάγια.

Παλιότερη καλύπτρα της κεφαλής από το καμαρωτέρ’. Από το όνομα Κάγια προήλθε το θηλυκό επίθετο καγιασούζαινα που δήλωνε σκωπτικά την κόρη που δεν αξιώθηκε να παντρευτεί δηλαδή την γεροντοκόρη. 

Καμαρωτέρ’.

 Στη Λιβερά λεγόταν καμάρα, ενώ σε Κοτύωρα και Σινώπη λεγόταν τουβάκι. Στα Σούρμαινα αντί του καμαρωτέρ’ χρησιμοποιούσαν το λετσέκ, ενώ στο μεταλλείο Dενέκ και στην Πουλαντζάκη απλά ένα τούλ’. 

Στηθοπάνν’ ή επανωκάμισον.

Κομμάτι άσπρου λεπτού υφάσματος ή μεταξωτού ενίοτε που το φορούσαν επάνω από το πουκάμισο και κάτω από την ζιπούνα για να καλύπτει μόνο το ανοιχτό σημείο του στήθους. 

Γιαχαλούχ’ ή γιακαλούκ’.

Επικάλυμμα των μαστών από τούλι (τόρ’) ή από μεταξωτό ύφασμα που φορούσαν από το λαιμό οι νεόνυμφοι για να ΄΄κρύφ’ νε τ’ εμπροκάρδ(ι)α τουν΄΄. 

Γελέκ’.

Είδος στηθόδεσμου που το φορούσαν κάτω από το στήθος για το κρατά ψηλά αλλά και για να μην μεγαλώσει. Αποτελείτο από δυο κομμάτια χασέ ύφασμα που κούμπωναν μπροστά με κουμπιά και πίσω έδεναν με τέσσερα δέματα από δύο έκαστο και ήταν δίχως μανίκια. Στο Ακ Ντάγ κατασκευαζόταν από πασμά χτυπητού χρώματος, ήταν επίσης χωρίς μανίκια και χρησίμευε σαν κορσές ενώ κάλυπτε το στήθος και τα νώτα. 

Σαλβάρ’ ή σαρβάλ’.

Ένδυμα των κάτω άκρων. Κάλυπτε το σώμα από τη μέση και έφτανε μέχρι λίγο πιο πάνω από τους αστράγαλους. Το φορούσαν πάνω από το εσώρουχο (βρακί). Ήταν πολύ φαρδύ (πλατύ) και είχε ίδιο πλάτος στο πάνω και κάτω μέρος του. Στις καταλήξεις των ποδονάριων του από όπου έβγαιναν τα πόδια προεξείχαν τα bατζαγοδέματα που έδεναν λίγο επάνω από τον αστράγαλο και άφηναν περίσσιο ύφασμα να πλεονάζει δημιουργώντας κόλπο. Κατασκευαζόταν από 7-8 πήχεις ύφασμα χτυπητού χρώματος πάντα, μάλλινο ή βαμβακερό, ή φανέλα ή πασμά ή μεταξωτό ή τζαμφάζ’ ή και χρυσοκέντητο ανάλογα την οικονομική δυνατότητα και την κοινωνική τάξη και την ηλικία της κόρης ή δέσποινας που το φορούσε. Εσωτερικά είχε φόδρα από πανί και στη μέση έδενε με βρακοζών’. Το σαλβάρ’ φαινόταν από τα δυο πλάγια ανοίγματα της ζιπούνας η οποία κάλυπτε λόγω κατασκευής της μόνο το μπρός και πίσω μέρος του σώματος. Αυτό ήταν δυνατό να δείχνει ωραιότητα και κάλλος στην ενδυμασία όποτε δεν συνδυαζόταν η ζιπούνα με φοτά ή πισταμπάλ’. Αλλού το σαλβάρ’ λεγόταν και λώμμαν. 

Ζιπούνα ή ζουπούνα ή αντερή ή εντερή.

Ποδήρης χιτώνας (φόρεμα) που φορούσαν επάνω από καμίσ’ και το σαλβάρ’, με στενό γιακά σχιστά μανίκια που γύριζαν επάνω ή κομβιωμένα με μεταξωτά κουμπιά ή αργυρά. Με φόδρα μεταξωτή ή σατέν εσωτερικά. Κατασκευαζόταν από μάλλινο ή μεταξωτό ή πασμά ύφασμα χτυπητού χρώματος τσαμφάζ’ ή ατλάζ’ ή μουαρέ ή κουτνίν, ή gεζίν ή χρυσοκέντητο σεβαϊν. Στις αστικές περιοχές είχε γενικευτεί στην καθημερινή ζωή η χρήση ενός απλού ριχτού φορέματος. Στις επίσημες γιορτινές εμφανίσεις χρησιμοποιούσαν ζουπούνες από πολύτιμα υφάσματα, βαμβακομέταξα και ολομέταξα. Οι ονομασίες τους ήταν : 

Αλαβέρα ή παπί γούλα που χρησιμοποιούταν σπάνια για ζουπούνα μάλλον δε περισσότερο για σαλβάρι. Άλλαζε χρώμμα ανάλογα με τον φωτισμό βυσσινί-μώβ, πράσινο-βυσσινί, μπλέ-βυσσινί. Ατλάζι. Γουμάσ’, γομάσ’ κουμάσ’, κομάσ’. Κατιφέ, βελούδο απλό ή με σχέδια. Κεζί(ν), κιαζί (το). Ριγωτό, άσπρες με πράσινες, βυσσινί ή πορτοκαλί φαρδιές ρίγες. Κουτνίν, γουτνίν. Ριγωτό σατέν. Μαύρες ρίγες στενές και φαρδιές κόκκινες με κίτρινο σχέδιο που το πετύχαιναν βάφοντας το στημόνι (τεχνική ταρακλί) Σεντεφλί κεζί. Ριγωτό φόντι σε απαλά χρώματα και ψιλή μαύρη ρίγα με πολύχρωμα υφαντά σχέδια. Μουαρέ, μουαράν. Μονόχρωμο ή πολύχρωμο σε υφαντό σχέδιο ζακάρ. Από υβουάρ μουαρέ γινόταν συνήθως η νυφική ζουπούνα. Τσαμφάζ, τσανιφές. Σεβαΐν (το) χρυσοϋφαντο σε χρώμα υβουάρ με σχέδια στην ύφανση από χρυσές και ασημένιες κλωστές. Το χρησιμοποιούσαν μόνο για νυφική ζουπούνα. Σάμ, σσιάμ. Πιθανό να ήταν δαμασκηνό ύφασμα. Σάμ ονόμαζαν τη Δαμασκό.Από τα υφάσματα αυτά το πιο συνηθισμένο ήταν το κεζί και τα πλέον πολύτιμα ήταν το μουαρέ και το σεβαϊν. Η διακόσμηση της ζουπούνας γινόταν με την τερζήδικη τεχνική. Ήταν τυπική απλή και διακριτική. Το διακοσμητικό υλικό, γαϊτάνι και σιρίτι Μεταξωτό ή μεταλλικό τονίζει απλώς το σχήμα του ενδύματος γραμμικά. Τα θέματα των σχεδιαστών υφασμάτων είναι γραμμικά ριγέ υφάσματα, κεζί, σεντεφλί, μάνουσα. Ανατολίτικα σχηματοποιημένα πτηνά, μικρά η μεγάλα φυτικά θέματα, μεμονωμένα άνθη ή μπουκέτα. Στη Λιβερά υπήρχε ένα ελεύθερο διακοσμητικό θέμα το τρυγόν’, σχηματοποιημένο πτηνό το οποίο κεντούσαν στο σημείο που κατέληγε το μπροστινό άνοιγμα. Στο γύρω έφερε μεταξωτό γαϊτάνι και στο στήθος ήταν ανοιχτή οπότε και κούμπωνε με 3 ή 4 μεταξωτά ή αργυρά ή από το ίδιο με τη ζιπούνα ύφασμα κουμπιά εως του ομφαλού. Από τους ώμους εως κατω στα πόδια διχαζόταν για να αφήνει μέρος του σαλβαριού να προεξέχει και να φαίνεται. Αποτελείτο από 3 κομμάτια. Ένα μονοκόμματο πίσω και δυο μπροστά που επανώτιζαν το ένα στ’ άλλο, (το δεξί επάνω από το αριστερό). Τα δυο μπροστινά φύλλα τουρκιστί ονομάζονταν ατάκια και όταν αυτά ή το πισταμπάλ’ σηκώνονταν λίγο επάνω σχηματιζόταν στη ζιπούνα ένα είδος κόλπου η λεγόμενη εμποδέα.Στη Λιβερά η γυναικεία ζιπούνα στο στήθος και προς τον ομφαλό κατέληγε σε ελλειψοειδές σχήμα με 2-3-4 κουμπιά βαμβακερά μαύρα ή κυανού χρώματος. Στο επάνω μέρος της ζιπούνας κεντούσαν με λεπτό μεταξωτό γαϊτάνι το τριχύλλ’ και ενίοτε με σύρμα ένα σχήμα πτηνού που ονόμαζαν τρίγωνον. Τα μανίκια ηταν σχιστά στα άκρα δουλεμένα κι αυτά με τριχύλλ’ ήταν ανοιχτά και δεν κούμπωναν. Ζιπούνα φορούσαν και οι άνδρες μάλιστα δε ποδήρη αλλά τους νεότερους χρόνους τη θεση της πήρε το ισλίκ’. Σπαρέλ’ ή σπαλέρ’. Επιστήθιο ένδυμα με εσωτερική φόδρα από άσπρο πανί. Κάλυπτε το στήθος μπροστά από το λαιμό ως τη μέση και έδενε πίσω με τα σπαλεροδέμ(ι)α δηλαδή δύο υφασμάτινες ταινίες που δενόντουσαν μεταξύ τους και στις άκρες τους είχαν ραμμένα δύο αργυρά κοσμήματα τα λεγόμενα τσαγκάλια.


Τα τσαγκάλια ήταν πλατιά και στρογγυλά στο ένα άκρο τους ενώ στο άλλο οξέα. Στο πρώτο άκρο υπήρχε κρίκος και στο άλλο αρπάγη δηλαδή είδος τσιγκελιού τα οποία εισερχόμενα το ένα στ’ άλλο συγκρατούσαν όλο το σπαλέρ’. Όσα σπαλεροδέμι͜α ήταν χωρίς τσαγκάλια, αντί αυτών είχαν κουρσία δηλαδή φούντες από το ίδιο ύφασμα όπως τα πισταμπαλοδέμια στενά δέματα από μεταξωτό ή μάλλινο νήμα σε διάφορα σχήματα και χρώματα ενίοτε και χρυσοΰφαντα. Το σπαλέρ’ δενόταν στο λαιμό πίσω στον αυχένα με στενά μεταξωτά κορδόνια (πικμέν) τα οποία ηταν εξαρτημένα από το ημικύκλιο που σχημάτιζε το σπαλέρ’ γύρω απ το λαιμό. Όποτε φορούσαν κοντέσ’ δεν φορούσαν σπαλέρ’ γιατί το κοντέσ’ κάλυπτε από τον ομφαλό ως το λαιμό όλο το εμπρός σώμα. Στη Λιβερά το σπαλέρ’ είχε διάφορα σχήματα γύρω απ το λαιμό σχέδια τριχύλλ’ ή σύρμα, συνήθως τρίγωνα. Πολύχρωμα σχέδια είχαν και τα σπαλεροδέμια.Όλος ο γύρος του επιστήθιου αυτού ρούχου είχε σαν παρυφή γαϊτάνι μεταξωτό ή στενό σιρίτι από χρυσόνημα, ενίοτε κεντιόταν με bρισίμι. Πάνω και στο μέσον είχε κεντημένο σταυρό ή καντήλα, εκατέρωθεν είχε κεντημένα πτηνά και στο μέσον των δύο πλευρών διάφορα άνθη. Ζωνάρ’ ή Λαχόρ’ ή ταραπουλούζ’, ή ταραπολόζ’ ή τραπολόζ’Είχε μήκος 3 μέτρα και πλάτος τουλάχιστο μισό φτιαγμένο από εγχώριο χοντρό σάλι, ή βαμβακερό από την Κριμαία ή από Περσικό σάλι ποικιλόχρωμο (ετζεμ-σάλιν ή ατζαμ-σάλιν) σε τετράγωνο σχήμα το οποίο φορούσαν διπλούμενο σε σχήμα τρίγωνου ή απ τη Λαχόρη των Ινδιών εριούχον το οποίο λαχώρ’ ζωνάρ’ έλεγαν το φορούσαν πάλι διπλούμενο σε σχήμα τρίγωνου και το έδεναν με δυο δέματα που προεξείχαν από τις δυο άκρες του, ή από μεταξωτό ύφασμα απ την Τρίπολη της Αφρικής τουρκιστί ταραπολόζ’ ή τραπολόζ’ (στη Λιβερά ταραπουλούζ’).Το ταραπολόζ είχε στις δυο του άκρες κουρσία (φούντες) κρόσσια (όπως και το λαχώρ’) ποικιλόχρωμο με πυκνές ραβδώσεις κάθετα και οριζόντια που σχημάτιζαν μικρά τετράγωνα. Ατζαμσάλιν και τραπολόζ’ φορούσαν οι άντρες ενώ οι γυναίκες μέχρι 45 ετών το λαχώρ’ ή το τραπολόζ’. Μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες φορούσαν το συνηθισμένο εγχώριο σάλι ή το ατζαμσάλιν. Στο μέσον του ζωναρίου έβαζαν το μαντήλι και την ώρα που κρεμόταν από χρυσή ή αργυρή αλυσίδα ή μαύρο μεταξωτό κορδόνι. Είδος πλεχτής ζώνης ήταν και το τουρκικό bέλ-bαγούν το οποίο συγκρατούσε τη μέση και στένευε το αντερή. Νυχτικόν,όπως και το ανδρικό, κατασκευασμένο από το ίδιο ύφασμα, αλλά κομμένο με διαφορετικό τρόπο. Κλεμία,είδος στενής ζώνης (στη Λιβερά), μήκους 3-4 μέτρων και πλάτους 0,04 – 0,45 μέτρα την οποία ζώνονταν στη μέση πάνω από την κοκνέτσα ή τη φοτά. Τα κλεμία ύφαιναν οι ίδιες οι γυναίκες από μάλλινα νήματα σε ποικιλία χρωμάτων σχηματίζονταν πλουμιστά σχέδια. Επανωφόρια : Κοντέσ’ ή κατιφές ή χατιφές ή χατιφά. Κοντό επένδυμα που έφτανε ως τη μέση και φοριόταν επάνω απ’ τα ζιπούνα, φτιαγμένο από τσόχα ή βελούδο με φόδρα για εσωτερική επένδυση, με στενό γιακά και μακριά μανίκια αλλά κοντύτερα από τα μανίκια της ζιπούνας. Στο μπροστινό μέρος ήταν ανοιχτό, έφερε σε όλο το γύρο αλλά και στα μανίκια χάρτζια, διακόσμηση χρυσοκέντητη, και κάτω απ’ τις μασχάλες άλλα σχέδια όπως κλαδιά ή δικέφαλο αετό ( μεσαιωνικό λείψανο συνήθειας ), όλα αυτά λέγονταν καντήλας και συνηθίζονταν και στο κοντογούν’ και στην γούνα.Το κοντέσ’ στη Λιβερά λεγόταν σαλταμάρκα και στο Άκdαγ σάλτα. Κοντέσ’ φορούσαν και οι Τούρκισσες του Γιαγλήdερε (ποταμού Γιαγλή) στη Χαλδία. Κοντογούν’.Ήταν και αυτό όπως και το κοντέσ’ φτιαγμένο από τσόχα ή βελούδο, αλλά εσωτερικά η επένδυση ήταν από γούνα λύκου. Κοντογούν’ φορούσαν νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες ιδίως οι γέροντες αλλά χωρίς χρυσοκέντητους διάκοσμους. Τσόχα.Πανωφόρι που ήταν ανοιχτό μπροστά και έφτανε ως τη μέση ( σε Σάντα, Λιβερά και Κοτύωρα) ενώ εν Αδύσση και Χαλδία ήταν ποδήρες. Κατασκευαζόταν από εγχώριο μάλλινο ύφασμα, στη Σάντα από ύφασμα μαχότ’ με κουλαπτάνια δηλαδή σειρήτια, και χρησίμευε σαν νυφικό ένδυμα. Στο χωριό Τσίdε της Χαλδίας οι Τούρκισσες το φορούσαν σε λευκό χρώμμα. Στη Χαλδία τα κοράσια ως 15 ετών φορούσαν μονοκόμματη τσόχα λευκού χρώματος βαμμένη όμως κόκκινη με ιδιαίτερη φυτική ρίζα. Στη Λιβερά η τσόχα ήταν κοντό πανωφόρι χωρίς κουμπιά, στο στήθος και στα μανίκια ανοιχτή στα άκρα με ραμμένο γαϊτάνι σε όλο της το μήκος.Σε Λιβερά, Σάντα, Κοτύωρα αλλά και σε χωριά της Αργυρούπολης τσόχα ονομαζόταν και ένα κοντό ανδρικό πανωφόρι από εγχώριο μαύρο σάλι ή από ευρωπαϊκή τσόχα, κοτσίκ’ λεγόμενο στα πέριξ της Αργυρούπολης Καπότα.Πανωφόρι κοντό χωρίς φόδρα σε μαύρο χρώμμα (στη Λιβερά), ελαφρότερο της τσόχας την οποία αντικαθιστούσε. Φοριόταν πάνω από τη ζιπούνα. Πόλκα.Κοντό πανωφόρι από μαύρο μάλλινο ύφασμα ή τσόχα με φόδρα και μακριά μανίκια. Κούμπωνε μπροστά με σειρά κουμπιών από πάνω ως κάτω. Σαλταμάρκα. Πανωφόρι κοντό με μακριά μανίκια με στενό γιακά, ανοιχτό μπροστά χωρίς κουμπιά. Εσωτερικά έφερε κόκκινη φόδρα ενώ τα μανίκια κεραμιδί. Τη φορούσαν πάνω απ’ τη ζιπούνα και είχε μία τσέπη ραμμένη επι της αριστερής πλευράς χαμηλά. Γούνα ή μακρογούν’ ή μακρόγουνον. Ποδήρης τσόχα με στενό γιακά και μακριά ή άλλοτε κοντά μανίκια. Εσωτερικά έφερε γούνα από το λαιμό ως τα πόδια. Συνήθως τη φορούσαν μόνο τον χειμώνα. Κατασκευαζόταν από Ευρωπαϊκή καφέ ή μαύρη τσόχα και τη φορούσαν σαν πολυτελές ένδυμα και οι άνδρες. Dελμέ ή dαλμά.Μακρύ πανωφόρι που έφτανε ως κάτω στα πόδια και εφορείτο πάνω απ’ τη ζιπούνα από μεσήλικες γυναίκες και γριές. Ήταν ανοιχτή από πάνω ως κάτω σε όλο της το μήκος και δεν έφερε φόδρα. Κατασκευαζόταν από ευρωπαϊκή τσόχα και είχε μακριά μανίκια και στενό γιακά. Λιbαdέ ή λιbαdά. Χειμερινό μακρύ ένδυμα ανοιχτό μπροστά που έφερε στενό γιακά και μακριά μανίκια το οποίο φορούσαν πάνω απ’ τη ζιπούνα. Κατασκευαζόταν από βαμβακερό ύφασμα, κασμίρι ή φανέλα, κεντημένο εσωτερικά με βαμβάκι και η χρήση της εισήχθη ως επίσημου ενδύματος τα τελευταία χρόνια. Υπήρχαν και διάφορα εξωτερικά περιβλήματα από τη μέση ως κάτω στα πόδια Πισταμπάλ’.Στη Χαλδία το φορούσαν τα ενήλικα κορίτσια οι παντρεμένες και οι γραίες. Κατασκευαζόταν από λεπτό εγχώριο σάλι σε βαθύ βυσσινί, μαύρο ή γερανέον χρώμα ή από πολύ καλή Αγγλική τσόχα σε ανοιχτό βυσσινί χρώμα (οπότε λεγόταν και απλά τσόχα) και στο φγύρο είχε σαν παρυφή μεταξωτό γαϊτάνι ή χρυσό σύρμα, μάλιστα δε στις δύο κάτω γωνίες είχε κέντημα σε σχήμα που έμοιαζε με καντήλα. Είχε τετράγωνο σχήμα σαν είδος εμπροσθέλλας που κάλυπτε τη ζιπούνα ή το εντερή μπροστά από τη μέση ως τα πόδια, δενόταν σταυρωτά πίσω με λεπτή κορδέλα (ταινία) τα πισταμπαλοδέμια ή απλά δέματα, υφαντά σε ποικοιλόχρωμμες διακοσμήσεις με φόυντες στα άκρα. Στο Ακ Ντάγ Ματέν λεγόταν εμποδέα. Φοτά.Είδος ποδιάς τετράγωνης από βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα με πλατιές ραβδώσεις κάθετα ή οριζόντια. Στη Λιβερά οι ραβδώσεις ήταν στενές και λευκές. Δενόταν στη μέση και άφηνε να φαίνεται τμήμα της ζώνης Κοκνέτσα. Τετράπλευρο μάλλινο ύφασμα εγχώριας κατασκευής. Το άσπρο μαλλί που ύφαιναν οι γυναίκες, το έβαφαν με μία ρίζα όμοια με τη γλυκόριζα τη λυθρίδ(ι)α, και πετύχαιναν ένα βαθύ κεραμιδί χρώμμα. Υφαίνονταν και κοκνέντσες πλουμιστές από μαλλί -στάμαν μαλλί-, και βαμβάκι -υφάδι βαμβάκι- με τον ίδιο τρόπο που έκαναν και τα χράμια. Περιζώνονταν με την κοκνέτσα από τη μέση ως τις κνήμες και με τον τρόπο που δενόταν μπροστά όταν καθόντουσαν και είχαν λίγο ανοιχτά τα σκέλη φαινόταν όχι μόνο η ζιπούνα αλλά και μέρος από το καμίσι που ήταν κάτω από αυτήν. Στο πάνω μέρος κάλυπτε το μισό μέρος από το ζωνάρι όπως συνέβαινε με το πισταμπάλι και τη φοτά. Περιπόδια γυναικών :
Ορτάρια.Τα ορτάρια ήταν τσουράπια πλεχτά από άσπρο συνήθως νήμα μάλλινο ή τιφτίκι, ενίοτε και κάλτζες βαμβακερές. Τα γυναικεία ορτάρια ήταν άσπρα αλλά στις άκρες των δακτύλων και στο κότσ’ ήταν πλουμιστά κόκκινα, κίτρινα και πράσινα και τα συνήθιζαν οι νυφάδες. Τα Χαιριανίτ’κα ορτάρια ήταν και άνωθεν πλουμιστά. Στο Άκdαγ τα γυναικεία ορτάρια ήταν επίσης πλεκτά και χρωματιστά και μόνο στις μύτες ήταν άσπρα. Χορότας.Χειρόκτια, δηλαδή γάντια μάλλινα συνήθως από τιφτίκι μαλλί, άσπρα ή χρωματιστά. Αργότερα οι δεσποινίδες και κυρίως στις πόλεις φορούσαν τα δερμάτινα γάντια. Τσαγγία.Πάνω από τα ορτάρια άνδρες και γυναίκες φορούσαν τα τσαγγία σε κόκκινο χρώμμα χαμηλότερα από τα ανδρικά τσαρούχια. Οι χωρικές φορούσαν τα ποστάλια με χαμηλό τακούνι.   Ώρα.Τουρκιστί σαγάτ’. Αργυρό ή χρυσό ρολόγι. Εξαρτιόταν από κορδόνι ή αλυσίδα αργυρή ή χρυσή η οποία κατέβαινε από τον λαιμό και διέσχιζε το γιλέκο καταλήγοντας στη τζέπη του γιλέκου ή του ισλικίου ή στο πάνω μέρος της ζώνης (σελαχλικίου). Δαχτυλίδ’. Μπορούσε να είναι μικρής αξίας, ευτελές από κασσίτερο ή ορείχαλκο για τους χωρικούς, αλλά και πολυτελείας χρυσό ή αργυρό ή επίχρυσο ή αδαμαντοκόλλητο ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του καθενός. Έφερε στη σφενδόνη (βλημίν ή φλημίν) επιγραμμένο το μονόγραμμα του ιδιοκτήτη του και όταν ήταν μετάλλινο είχε πολλές φορές επάνω του πολύτιμο ή ημιπολύτιμο ή ψευδή λίθο. Το δαχτυλίδι αυτό το χρησιμοποιούσαν και σαν σφραγίδα σε επιστολές και άλλα έγγραφα. Υπήρχε και λεπτό δαχτυλίδι άνευ σφενδόνης, ο χαλκάς, και άλλο λεπτό οριχάλκινο που λεγόταν ζάβα. Εγκόλπιο, σταυρός.Αργυρά ή ξύλινα με παραστάσεις των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ή και του Αγίου Γεωργίου και της Παναγίας. Κοσμήματα των Ελληνίδων του Πόντου : Εκτός από τα φλουριά της τάπλας και των δύο ταινιών που ήταν ραμμένα επάνω τους και δενόντουσαν κάτω από τις πλεξίδες, εκτός του επίχρυσου ή αργυρού δίσκου της τάπλας και το χρυσοκέντητο κουρσί της, υπήρχαν και τα παρακάτω, Χιλάλ'.Πλεχτή ταινία απο χρυσό νήμα σε πλάτος δύο δάχτυλων περίπου και μήκος όσο των δύο κροτάφων. Τα κορίτσια δεν φορούσαν Χιλάλ' ούτε μπογαζσκιστήν. Σκουλαρίκια.Χρυσά ή αργυρά συνήθως καφασωτά και μακριά. Έφεραν εντός τους μαργαριτάρια ή χρωματιστές πέτρες. Φορούσαν επίσης σκουλαρίκια με ψευτοφούλιρα και χάντρες. Gερdανλούκστην Χαλδία και τα Κοτύωρα, gερdανλίκ' και gερdανλούγ' στη Χαλδία. Περιδέραιο με φλουριά, ψευτοφούλιρα ή χάντρες και νομίσματα αργυρά ή επίχρυσα στο γύρο. Το αποτελούσαν σειρά αλυσίδων που συναρμολογούσαν ή τεμάχια επιμηκών αργυρών ή επίχρυσων αλυσίδων σε διάφορα σχήματα επιραμμένα σε στενή τσόχινη ταινία που έδενε πίσω από τον αυχένα. Κουστίν,περιλαίμιο με σειρά τρυπημένων φλουριών που τα έραβαν το ένα μετά το άλλο και πολλές φορές μάλιστα έτσι ώστε η συρραφή τους να σχηματίζει τρίγωνο με τις δύο γωνίες επάνω προς τον λαιμό και την τρίτη κάτω με πεντόλιρο ή σταυρό ή τη γέννηση του Χριστού. bογαζσκιστή.Περιλαίμιο χρυσό ή αργυρό ή επίχρυσο που έκλεινε μπροστά με το μονόγραμμα της φερούσης αυτό. Τετίκια ή τατίκια.Κόσμημα των πλεξίδων που το αποτελούσαν επτά αλυσίδες αργυρές η καθεμία από τις οποίες έφερε στο άκρο της φλουρί πεντάγροσο ( bεσλίκ' - τουρκιστί ), και άλλοτε έφεραν ματοζήνιχα όπως τα σαμσάδας προς αποτροπή της βασκανίας. Όλο το κόσμημα κρεμόταν από πλατύ χρυσό ή αργυρό τεμάχιο. Τσάφ'.Κόσμημα της κεφαλής που αντικατέστησε τα φλουριά στα χωριά. Κρεμόταν μπροστά από το κουρσί και αποτελείτο από διπλή σειρά αργυρών αλυσίδων και έφερε στα δύο άκρα αργυρά τεμάχια από τα οποία εξαρτιόταν, αλλά και επίχρυσα μονόγροσα ενίοτε ή ψευτοφούλιρα. Βραχάλα , ή βραχόλα στη Λιβερά. Βραχιόλια - κρίκοι χρυσοί ή αργυροί ή από λεπτό σύρμα πλεκμένοι πλάτους 3-4 δάχτυλων. Οι τελευταίοι κάλυπταν το εμπρός μέρος του καρπού, ενώ πίσω ενώνονταν με έναν εμβολέα που περνούσε από μικρές στρογγυλές τρύπες που σχημάτιζαν οι απολήξεις των συρμάτων κατά μήκος του βραχιολιού οι οποίες απόλυτα εφάπτονταν όταν έκλεινε το βραχιόλι στον καρπό. Υπήρχαν και τα ευτελή βραχιόλια που ήταν γυάλινα ( τσιγκράκ' , στη Λιβερά ) σε διάφορα χρώματα και τα οποία φορούσαν τα κορίτσια ή οι νύφες και οι νεαρές γυναίκες. Υπήρχαν και κοκάλινα μαύρα που έφερναν από τα Ιεροσόλυμα μαζί με σταυρούς μονοκέρια, αλλά και κομπολόγια και αρωματικά σαπούνια και άλλα δώρα για τους οικείους και φίλους, ως ακόμα και το σάβανό τους αγόραζαν από τους Αγίους Τόπους. Τουλπίρ'.Ήταν (στο Άκ d αγ) αργυρή αλυσίδα με πόρπες εκατέρωθεν ενός αργυρού στρογγυλέματος από το οποίο εξαρτιόνταν κρεμαστές αλυσιδούλες και όλο μαζί καρφωνόταν πάνω από τα καλύμματα της κεφαλής. Μαλλοδέματα. Δεσίματα των μαλλιών που στην αρχή ήταν μεταξωτά γαϊτάνια και αργότερα αργυρές αλυσίδες που έφεραν εξαρτημένα αργυρά τεμάχια. Σαμσάδας.Μικρά αργυρά τεμάχια με εξαρτημένα πάνω τους αργυρά νομίσματα και ματοζήνιχα που κρεμούσαν στις πλεξίδες τους τα κορίτσια και οι νεαρές γυναίκες για αποτροπή της βασκανίας. Μεταλλιόν. Στρογγυλό χρυσό κόσμημα που φορούσαν στο στήθος κατευθυνόμενο από το λαιμό όπου κρεμόταν με μεταξωτό κορδόνι ή χρυσή αλυσίδα σαν καρδιά γι' αυτό και στα Σούρμενα λεγόταν καρδίτσα. Καρδίτσα ή καρδούλα,χρυσό κόσμημα σε σχήμα καρδιάς όπως το μεταλλιόν που κρεμόταν από το λαιμό στο στήθος με μεταξωτό κορδόνι ή χρυσή αλυσίδα. Σταυρόν.Αργυρός ή χρυσός σταυρός που φορούσαν στο στήθος με ανάλογη αλυσίδα αργυρή ή χρυσή, τον οποίο φορούσαν τα κορίτσια και οι νεαρές γυναίκες. Ώρα. Όπως και η ανδρική η οποία εξαρτιόταν από μεταξωτό κορδόνι ή επίχρυσο κιοστέκ' (αλυσίδα). Κοχλίδ'. Αργυρή ή χρυσή αλυσίδα κατασκευασμένη σαν κομπολόγι την τύλιγαν μία φορά γύρω από τον λαιμό και την άφηναν να κατέβει πάνω από το στήθος έως του ομφαλού ή και πιο κάτω από αυτόν. Τσαγκάλα. Αργυρό κόσμημα κατασκευασμένο σε δύο κομμάτια το ένα με κατάληξη αρπάγη και το άλλο με πόρπη να δένουν μεταξύ τους. Τέτοια είχαν στα άκρα τους τα σπαλεροδέμ(ι)α και αργότερα δερμάτινες ή χρυσοκέντητες ζώνες μπροστά από το φουστάνι όταν πια είχε εισαχθεί η χρήση τους. Αναφέρεται ότι στην προίκα της κοπέλας υπήρχαν ως δεκαπέντε ζουπούνες και αυτό βέβαια πάντοτε ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της κάθε οικογένειας. Τα παιδιά αγόρια και κορίτσια φορούσαν κατά την ηλικία και το γένος τους ότι και οι μεγαλύτεροι τους. Τα βρέφη υποκάμισο και σπαργανούνταν με ύφασμα βαμβακερό το κενάρ'. Έφεραν φακέλλαν (σκούφια) στο κεφάλι που έδενε με υποσιάγονη ταινία, και τα σπάργανα εγκούνια στα σκέλη. Φορούσαν βρακάκι από χασέ πανί, ισλίκ' και πάνω από αυτό λεπτό μάλλινο πανωφόρι με μανίκια ή πλεκτή φανέλα που κάλυπτε όλο το σώμα και στις πατούσες είχε ένα είδος λεπτών πέδιλων από δέρμα προβάτου ή αγελάδας τα λεγόμενα φιλάρια . Φορούσαν επίσης αργυρό ή χρυσό σταυρό και ματοζήνιχα για την αποτροπή της βασκανίας. Στη στήθος επίσης έφεραν τετράγωνο εγκόλπιο ξύλινο ή αργυρό πάνω από το ισλίκ' που κρεμόταν από αλυσίδα μόνο του ή με άλλο χαϊμαλί ή και ματοζήνιχα. Στα πόδια πάνω από τα σπάργανα φορούσαν τα ορταρόπα. Σταυρό μονοκέρι των Ιεροσολύμων έφεραν άπαντες κατάσαρκα κρεμασμένο στο λαιμό, βρέφη-παιδιά- μικροί και μεγάλοι- άνδρες και γυναίκες. Παιδικά υποδήματα ήταν τα ποστάλια, τζαγκία, κουντούρας και τσαρούχια για τα αγόρια, ενώ για τα κορίτσια παπούτζα, κουντούρας, τσαρούχια και ναλία. Τα παιδιά φορούσαν κόκκινο φέσι με ραμμένη εσωτερικά σκελίδα σκόρδου και πάνω στη εσωτερική κορυφή (τεπέ) σταυρό και επτάτρυπα ματοζήνιχα. Στα παλιότερα χρόνια τα παιδιά ηλικίας 3-5 ετών φορούσαν αργυρά βραχιόλια στα πόδια από τα οποία κρέμονταν επίσης αργυρά κουδουνάκια.


ΠΗΓΗ http://kotsari.com/index.php 


ΤΟΥΡΚΟΦΩΝΟΙ- Ο Ελληνισμός του Δυτικού Πόντου

 ΤΟΥΡΚΟΦΩΝΟΙ 
Ο Ελληνισμός του Δυτικού Πόντου


Οι τουρκόφωνοι Έλληνες Πόντιοι
Πότε και γιατί τουρκοφώνησαν
Σε ποια περιοχή του Πόντου ζούσαν
Γιατί ήρθαν στην Ελλάδα και που εγκαταστάθηκαν

Με την άδεια του συγγραφέα και δικηγόρου του Κιλκίς κυρίου Θεόδωρου Παυλίδη, δημοσιεύω τα παρακάτω κείμενα. Όπου κρίνεται σχολιασμός, θα υπάρχει χάριν επεξήγησης.

Το χωριό στο οποίο έζησε και μεγάλωσε είναι το Δίβουνο ή Διβούνι του νομού Κιλκίς το οποίο μετά την «ανταλλαγή» των πληθυσμών κατοικήθηκε από Μπάφραληδες.


Οι Διβουνιώτες πιστεύουν ότι το χωριό αρχικά λεγόταν Άγιος Παύλος. Μέχρι το 1955-56 η αλληλογραφία με διεύθυνση (Άγιος Παύλος) ερχόταν στο Δίβουνο. Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού εγκαταστάθηκαν στον κεντρικό συνοικισμό που ονομαζόταν Κιοσέμ Τσαλί. Το χωριό όμως πήρε το όνομα Οτμανλή από ένα άλλο συνοικισμό που βρισκόταν περίπου ένα χιλιόμετρο βορειότερα. Η γύρω περιοχή ήταν διάσπαρτη από μικρούς τούρκικους μαχαλάδες (…Φαναρλή, Γενή Μαχαλέ, Όνδουλου, Ασή Ογλαρή, Πόρτσαλη κ.λ.π.) τους οποίους εγκατέλειψαν οι κάτοικοι/κτήτορες τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το 1923 οι πρώτοι Διβουνιώτες (Έλληνες Πόντιοι πρόσφυγες) όταν ήρθαν να κατοικήσουν την περιοχή, βρήκαν εκεί τούρκους μουσουλμάνους οι οποίοι ακόμη δεν είχαν αναχωρήσει για την Τουρκία.

Με το διάταγμα 28.12.1926 (ΦΕΚ Α7-1927) ο συνοικισμός Οτμανλή ονομάστηκε Άγιος Παύλος και με το διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ Α179-1927) ο συνοικισμός Κιοσέμ Τσαλί ονομάστηκε Δίβουνο. Για την ονομασία Οτμανλή υπάρχει μαρτυρία που υποστηρίζει ότι το αρχικό όνομα θα πρέπει να ήταν Οσμανλή, από το όνομα πιθανού Οσμάν Αγά της περιοχής και από παραφθορά οι Έλληνες το είπαν Οτμανλή. Στην οθωμανική περίοδο το χωριό γραφόταν odmanli και όχι otmanli. Od σημαίνει φωτιά και αποτελεί τη ρίζα του odun που σημαίνει ξύλο. Κατά την άποψη του Recep Yilmaz (Ρετσέπ Γιλμάζ, Σαμψούντιου βαθύ γνώστη και ερευνητή της ετυμολογίας των λέξεων) odmanli σημαίνει δασώδης περιοχή, όπως πραγματικά είναι και το Δίβουνο. Το «Kosemcali» - Κιοσέμ Τσαλί, οι Έλληνες το εκφέρουν κατά παραφθορά ως Κιοσέ-μουρτσαλί.


Μικρό μαθητούδι σαν ήμουν (εξιστορεί ο κ Παυλίδης), περήφανος για την καταγωγή μου, εξιστορούσα στον πατέρα μου τα κατορθώματα του Κολοκοτρώνη και του Μάρκου Μπότσαρη, εκείνος με απογοήτευση και σχεδόν θυμωμένος που απαντούσε : «βρε άντε σιχτίρ από ‘δω. Καπετάνιοι είναι αυτοί ; Καπετάνιους είχαμε εμείς εκεί στη Μπάφρα, στο Νεμπυέν και το Γιούνταγ. Αυτοί όλοι εδώ ήταν κατσικοκλέφτες». Θύμωνα με την προσβολή που γινόταν στο πρόσωπο του Μπότσαρη και του Καραϊσκάκη, αλλά έδινα άφεση στις «ανοησίες» του, με το επιχείρημα : «…ας τον να λέει, αγράμματος άνθρωπος είναι..…δεν ξέρει…!!!».

Μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω ότι αν η Ποντιακή Δημοκρατία γινόταν πραγματικότητα, στους τοίχους των σχολείων δε θα κρεμόταν οι φωτογραφίες της Μπουμπουλίνας, αλλά του Αντών’ Πασά (Αντωνίου Χατζηελευθερίου), του Ιστίλ’ Αγά (Στυλιανού Κοσμίδη), του Παντέλ’ Αγά (Παντελή Αναστασιάδη), του Τσιμενλή Τιμίτ (Δημητρίου Χαραλαμπίδη) , του Τελή Σωκράτ’ (Σωκράτη Παπαδόπουλου), του Τελή Λαζίκ (Λάζαρου Αβραμίδη), του Πίτς Βασίλ’ (Βασιλείου Τσαουσίδη), του Βασίλ Ούστα (Βασιλείου Ανθόπουλου), του Κισά Μπατσάκ (Κυριάκου Παπαδόπουλου), του Αναστάς Αγά (Αναστασίου Παπαδόπουλου), του Γιουβάχλοόν Γιουβάνη, του Απονόζ Γιώργη, του Ντελή Τιμός, του Καρά Ηλία και τόσων άλλων ηρωικών μορφών του δυτικού Πόντου που πολέμησαν με τους τούρκους για την οικογένεια τους, για τη θρησκεία και την πατρίδα τους. Αδύνατο παιδάκι τότε, παραδομένο στην «εκπαιδευτική φροντίδα» του κράτους και στα λόγια του δασκάλου μου, ήταν αδύνατο να αποδεχτώ την άποψη του αγροίκου πατέρα μου που στο κάτω κάτω ούτε Ελληνικά δεν ήξερε να μιλάει.

Άργησα να καταλάβω ότι τον Αγώνα για την Ελλάδα τον έκαναν κυρίως αλλόγλωσσοι Έλληνες. Αρβανιτόφωνοι στη Ρούμελη το 1821, Σλαβόφωνοι στη Μακεδονία το 1904-1908 και Τουρκόφωνοι στον Πόντο 1916-1923.

Οι Έλληνες της Μπάφρας είχαν χορτάσει δάκρυα, ταλαιπωρίες, βασανιστήρια, το χαμό των δικών τους ανθρώπων. Πλήρωσαν βαριά τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό τους χωρίς να το γνωρίζουν οι περισσότεροι, και προπάντων χωρίς να φταίνε. Στην Ελλάδα, οι Μπαφραλήδες (στην έννοια των Μπαφραλήδων χωρούσαν όλοι οι τουρκόφωνοι) έπαψαν να είναι Πόντιοι και έγιναν μόνο Τουρκόφωνοι. Αυτό τους είχε προσαφθεί.


Επειδή ο νομός Σαμψούντος δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί ότι ιστορικά και γεωγραφικά ανήκε στον Πόντο, η αμφισβήτηση της Ποντιοσύνης τον Μπαφραίων δεν έγινε ευθέως, αλλά με μισόλογα και υπονοούμενα. Για πρώτη φορά στον κόσμο, η πολιτική ιδεολογία ενός λαού, χρησιμοποιήθηκε ως κριτήριο της εθνικότητας του. Έτσι, για τους «φωτισμένους» της μετακατοχικής αριστεράς, οι Μπαφραλήδες δεν ήταν Πόντιοι, όχι για λόγους ιστορικούς, εθνοτικούς, πολιτισμικούς, γεωγραφικούς κ.λ.π. αλλά επειδή ήταν δεξιοί, φασίστες, μοναρχικοί …..και συνεργάτες των Γερμανών.

Κι επειδή χωρίς αυγά, ομελέτα δε γίνεται, για αυγό διαλέξανε την Τουρκοφωνία, θαρρείς και οι Καπαδόκες δε μιλούσαν Τουρκικά. Έτσι απαξιώθηκαν οι Μπαφραλήδες από τους Ποντιόφωνους αριστερούς. Οι λόγοι της Τουρκοφωνίας των Μπαφραίων και των λοιπών δυτικοποντίων δεν είναι εθνικοί και ο χρόνος της ανάγεται στο πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα. Γιατί άραγε οι πρόσφυγες της «ανταλλαγής» θα έπρεπε να αισθάνονται υπόλογοι για την τουρκοφωνία τους, αφού έτσι την βρήκαν αιώνες πρίν ; Γιατί ο πολίτης του 21ου αιώνα, θα πρέπει να αισθάνεται ενοχές για την τουρκοφωνία των γονέων του ; Πόσο τουρκόφωνος μπορεί να ονομάζεται ο νέος τρίτης γενιάς που γεννήθηκε και ζεί στην Ελλάδα, όταν δεν γνωρίζει ούτε μία τούρκικη λέξη ; Η τουρκοφωνία των Μπαφραίων σαφώς δε συνδέεται με την εθνική τους καταγωγή, αλλά αποτελεί γλωσσικό τους χαρακτηριστικό που τους επιβλήθηκε από πολιτικές – κοινωνικές συγκυρίες. Αν η τουρκοφωνία των Μπαφραίων μπορούσε να τους κάνει αυτομάτως τούρκους, δε θα είχαν λόγο να μην είναι περήφανοι για την τουρκοσύνη τους. Όμως η ιστορική τους πορεία όχι μόνο δεν είναι φιλική, αλλά αντιθέτως είναι απόλυτα εχθρική προς την ιστορία των Τούρκων.

Ο Αριστόβουλος Μάνεσης, πανεπιστημιακός καθηγητής συνταγματικού δικαίου, έλεγε :

«…..τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του Έθνους είναι :

Η κοινή ιστορία
Οι κοινές παραδόσεις
Και ο κοινός πολιτισμός
Ποτέ η γλώσσα !!!

Σε ένα έθνος, διάφορες εθνοτικές ομάδες μπορούν να μιλούν διαφορετικές γλώσσες, όπως στις ΗΠΑ στην Ελβετία αλλά και στην Ελλάδα (Αρβανίτικα, Βλάχικα, Σαρακατσάνικα, Τουρκικά, κ.λ.π.).


Από κακή πληροφόρηση, άγνοια της ιστορίας και από σκοπιμότητες, πολλοί Μπαφραίοι ενοχλούνταν όταν τους αποκαλούσαν τουρκόφωνους. Η ενόχληση αυτή είναι περισσότερο ενοχλητική για τους επίγονους των Μπαφραίων προσφύγων, τη σημερινή νέα γενιά Ποντιόπαιδων, η οποία στην πλειοψηφία της, δεν γνωρίζει κάν τουρκικά. Η τουρκοφωνία χαρακτήριζε τη γενιά των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου μέχρι την «ανταλλαγή». Η γενιά αυτή, στην πλειοψηφία της εξέλειπε, οπότε οι επίγονοι τους δεν πρέπει πλέον να αποκαλούνται τουρκόφωνοι μιας και το ετυμολογικό περιεχόμενο του όρου δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα. Οπότε, όταν χρησιμοποιείται ο όρος, δε μπορεί να υπονοεί τον Έλληνα Μπαφραίο που μιλά τουρκικά, αλλά τον Έλληνα Πόντιο που η απώτερη καταγωγή του είναι από τον Δυτικό Πόντο.

Ορθότερος όρος για χρήση είναι : Δυτικοπόντιοι.

Δεν είναι λίγα τα περιστατικά όπου Μπαφραλήδες Ελληνοπόντιοι οι οποίοι διέπρεψαν στα γράμματα και τις τέχνες αποκαλούσαν τον εαυτό τους Μικρασιάτη, ή αποσιωπούσαν τελείως την καταγωγή τους επειδή ντρεπόντουσαν ή επειδή ο παππούς τους σε παλιές φωτογραφίες εποχής φορούσε φέσι. Η έλλειψη γνώσης της ιστορίας τους τύφλωνε και δε μπορούσαν να αντιληφθούν την εθνική τους καταγωγή. Οι Μπαφραίοι ήταν Χριστιανοί και μάλιστα φανατικοί, διότι 710 χρόνια 1214-1924 μ.Χ. παρά την τουρκοφωνία τους, δεν τούρκεψαν, διατήρησαν τις πατροπαράδοτες παραδόσεις τους, είχαν Ελληνικά σχολειά, Έλληνες δασκάλους, ιερείς και πρωτοκορυφαίο τον μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, αλλά και το μοναδικό ηρωϊκό αντάρτικο κατά των τούρκων, αλλά κυρίως οι Μπαφραλήδες πλήρωσαν την Ελληνικότητα και τον Χριστιανισμό τους, περισσότερους από τους υπόλοιπους Ποντίους σε αίμα, ζωές και περιουσίες. Αυτό που διακρίνει τους Δυτικοπόντιους από τους λοιπούς συμπατριώτες τους, είναι η τουρκοφωνία.

Οι άνθρωποι της «ανταλλαγής» από την περιοχή του Δυτικού Πόντου, είναι Έλληνες, αυτό λέει η ιστορία, ο πολιτισμός και οι παραδόσεις τους. Θα μπορούσαν να λέγονται Παφλαγόνες, Ίωνες, Βιθυνοί, Καπαδόκες ή Κάρες. Λέγονται όμως Πόντιοι, επειδή ο χώρος στον οποίο κατοικούσαν ανήκει ιστορικά και γεωγραφικά στον Πόντο. Εάν στο μέλλον ήθελε αποδειχτεί ότι όλοι οι τουρκόφωνοι του δυτικού Πόντου, είναι επίγονοι Ελλήνων Καπαδοκών, σε τίποτα δε θα άλλαζε η φυλετική, εθνοτική τους φυσιογνωμία. Απλά, οι τουρκόφωνοι αντί να ήτανε περήφανοι Πόντιοι, θα ήτανε περήφανοι Καπαδόκες.


Μάλιστα, διπλά περήφανοι, γιατί στην πλούσια κουλτούρα των Καπαδοκών θα είχανε προσθέσει και αυτή των Ποντίων. Κοινό άλλωστε στοιχείο τους ήταν η γλώσσα και η καραμανική γραφή. Ελάχιστη λοιπόν σημασία έχει αν οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες είναι Πόντιοι, Καπαδόκες, ή Ίωνες. Σημασία έχει ότι είναι Έλληνες !!!


Ο Περικλής Τριανταφυλλίδης, «Η εν Πόντω Ελληνική Φυλή, ήτοι τα Ποντιακά» (τυπογραφείο Λάζαρου Βηλαρά, Αθήνα 1866), ο οποίος περιηγήθηκε τον Πόντο, αναφέρει σε ποιες περιοχές οι Έλληνες μιλούσαν τουρκικά.


Γράφει λοιπόν, για την περιοχή της Τοκάτης (αρχαίο ονομασία Ευδοκιάδος)……. «και ουδ’ ενταύθα ομιλείται η Ελληνική, μικρά δε η καταβαλλομένη παρά των Αρχιερέων περί της εγγραμματώσεως των κατοίκων φροντίς.


Εν γένει ο Ελληνικός πληθυσμός είναι καθ’ όλην την υπερθαλάττιον χώραν αραιός, πάντες δε ομιλούσιν την τουρκικήν».

Για τα Κοτύωρα – Ορντού λέει : «…αλλ’ οι πλείστοι τούτων τουρκόφωνοι εις παντελήν άγνοιαν και αυτής της καταγωγής αυτών διάκεινται…»

Για μέν τη Νεοκαισάρεια (Νίκσαρ) γράφει ότι είναι : «…πολίχνη τερπνή έχουσα περί τας εξήκοντα Ελληνικάς ουχί Ελληνοφώνους οικίας…» τους δε Έλληνας της Θεοδοσίας (Τόσιας) Κασταμονής και Σαφράμπολης χαρακτηρίζει γλωσσικά «τουρκόφωνους»

Για την περιοχή της Σαμψούντας γράφει ότι οι Έλληνες μιλούσαν και Ελληνικά και Τουρκικά.

Για δε τα Ζήλα γράφει ότι «…η γλώσσα είναι ολοσχερώς τουρκική…»

Για την Αμάσεια αναφέρει ότι είναι έδρα της Μητροπόλεως παρότι ο μητροπολίτης διαμένει τον περισσότερο χρόνο στην Αμισό (Σαμψούντα). Γλωσσικά όμως η Αμάσεια «…περί δε τους πεντήκοντα και εκατόν περιλαμβάνουσα οικίας, ταύτας κατά το σύνηθες τουρκόφωνους…» «…Εις την αυτήν δε υπάγονται κατηγορίαν και τα εν τη περιφερεία της πόλεως ορθόδοξα ή ανάμεικτα χωρία».

Για τη Μπάφρα γράφει ότι είναι Πολίχνη «…περιέχουσα τετρακοσίας ουχί Ελληνοφώνους οικίας και παράγουσα καπνόν και μέταξαν. Διατηρούσι δε οι Μπαφραίοι, σχολείον αλληλοδιδακτικόν αρρένων αλλά και κορασίων, συστηθέντα υπο του ήδη πατριαρχεύοντος προσέτι δε και Ελληνικόν και πολλήν καταβάλουσι μέριμναν εις ανάκτησιν της προγονικής αυτών γλώσσης, ήτις ήρχισεν μεταδιδομένη εις τους νέους αυτών»

Τέλος, για το Αλάτσαμ γράφει ότι περιέχει «…τριακοσίους οικίας και ταύτας ουχί Ελληνοφώνους». Σε αντίθεση με τις παραπάνω πόλεις, γράφει ότι η Σινώπη «…περιέχουσα τετρακοσίους Ελληνοφώνους Ελληνικάς οικίας……καθ΄όλην δε την παραλίαν του Εύξεινου, οι Σινωπείς λαλούσιν μάλλον καθαρεύουσαν την Ελληνικήν γλώσσαν».


Από το έργο του Τριανταφυλλίδη δεν προκύπτει πότε τουρκοφώνησαν οι Ελληνικοί αυτοί πληθυσμοί, ωστόσο προκύπτει ότι κάποτε αυτοί οι ίδιοι πληθυσμοί μιλούσαν μόνο Ελληνικά και επιχαίρει για το γεγονός ότι η εκπαιδευτική προσπάθεια κυρίως μητροπολιτών κατά τα τελευταία έτη, απέδωσε καρπούς. Διαφαίνεται μάλιστα η ικανοποίηση του στο γεγονός όχι τόσο της προσπάθειας των μητροπόλεων να εκπαιδεύσουν τους τουρκόφωνους, αλλά η επιθυμία των τουρκόφωνων να λάβουν Ελληνικήν παιδείαν, και τούτο προκύπτει από τη γραφίδα του : «….η επιθυμία του ανακτάν την απωλεσθείσαν εν τους πλείστοις των κατοίκων προγονικήν αυτών γλώσσαν, αναφαίνεται θερμοτέρα».


Ο Παντελής Κοντογιάννης, ( «Γεωγραφία της Μικράς Ασίας» – Έκδοση Συλλόγου προς διάδοση ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1921) γράφει για την περιοχή της Μπάφρας : «….η δε Ελληνική γλώσσα έχει να επιδείξει κατά τα τελευταία έτη, διάδοσιν τεραστίαν δια των σχολείων….». σημειώνεται ότι το βιβλίο του γράφτηκε το 1921 περίοδο αφορούσα στις διεκδικήσεις κατά την οποία ο Ελληνισμός ήταν όχι μόνο ακμαίος αλλά και συνεχώς ανδρούμενος.


Ο Κωνσταντίνος Άμαντος περιγράφοντας το Ελληνισμό της Μικράς Ασίας κατά το μεσαίωνα, δεν κάνει καμία νύξη για την τουρκοφωνία των Ελλήνων στον Πόντο. Ενώ ισχυρίζεται ότι πολλές εθνότητες, ήτοι, Ζεϊμπέκοι, Ταχτατζήδες, Κιζιλμπάσηδες, Γιουρούκοι, καίτοι εξισλαμίσθηκαν και εξωτερικώς εφέροντο ως Τούρκοι, …. « …δεν δύνανται να θεωρηθούν Τούρκοι, διότι έχουσι ίδια (δικά τους) θρησκευτικά έθιμα, πίνουν οίνον, τρώγουν χοιρινόν κρέας, δεν τηρούν τα μωαμεθανικάς προσευχάς, τελούσι και πολλάς χριστιανικάς τελετάς, άλλας μυστικώς και άλλας φανερώς.


Επιτρέπουν εις τας γυναίκας των να εξέρχονται ακάλυπτοι, πιστεύουν εις την μετεμψύχωσιν, αποδίδουν σεβασμόν εις τα δέντρα και λίθους. Υπο των τούρκων μισούνται….» Κι ενώ κάνει εκτενή αναφορά για τους κρυπτοχριστιανούς, αυτούς δηλαδή που φανερά ήταν τούρκοι (στη γλώσσα και τη θρησκεία), αλλά κρυφά ήταν χριστιανοί, δεν αναφέρει ούτε μία σειρά γι’ αυτούς που φανερά μιλούσαν τουρκικά και φανερά ήταν χριστιανοί. Ο Άμαντος που ταυτίζει τον Χριστιανισμό (δηλαδή την ορθοδοξία), με τον Ελληνισμό, θεωρεί προφανώς περιττό να ασχοληθεί με την Ελληνικότητα των τουρκόφωνων Χριστιανών.

Αναφερόμενος στη γλώσσα των Ελληνοποντίων, γράφει : «…..Η γλώσσα των Ελλήνων του Πόντου, διατηρήσασα πολλούς Ιωνισμούς και ακολουθήσασα εξέλιξιν εν μέρει διάφορον της συνήθους Ελληνικής, αποδεικνύει ότι αυτόθι διετηρήθη δια των χιλιετηρίδων αρχαίος και πολύς Ελληνισμός….»


Ο Δ. Οικονομίδης, ( «Ο Πόντος και τα δίκαια του εν αυτώ Ελληνισμού» - Έκδοση του Συλλόγου προς διάδοση ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1920), για τους τουρκόφωνους Έλληνες του Πόντου, γράφει : «….Οι Έλληνες χριστιανοί της επαρχίας Μπάφρας, είναι το μέν τουρκόφωνοι, το δε ελληνόφωνοι και γράφουσι μεν εν τη τουρκική γλώσση αλλά δια των γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου (ως οι Καισαρείς), εντός της πόλεως όμως είναι ελληνόφωνοι, καθόσον από εικοσαετίας και εντεύθεν. η Ελληνική γλώσσα διεδόθη καταπληκτικώς δια των σχολείων…»

Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος ( «Περιηγήσεις εις τον Πόντο» Τυπογραφείο του Κράτους, Αθήνα 1903, σελ 330) χαρακτηρίζει περίεργο το φαινόμενο της Τουρκοφωνίας των Χριστιανών Ορθοδόξων στους νομούς Σεβάστειας, Άγκυρας και Καισάρειας, μάλιστα δε και της Μπάφρας για την οποία εκφράζει και την απορία του. Ειδικά για τη Μπάφρα δίνει πολλά στοιχεία της κοινωνικής, θρησκευτικής, οικονομικής, γλωσσικής, εκπαιδευτικής και πληθυσμιακής κατάστασης των ορθοδόξων τουρκόφωνων. «Επιστήμονες δε, αριθμούνται πολλοί, απολαύσαντες τα πρώτα φώτα των γραμμάτων εν τοις εκπαιδευτηρίοις της Μπάφρας» Δεν επιχειρεί να δώσει εξήγηση των λόγων της τουρκοφωνίας και πότε αυτή επικράτησε, αντιθέτως είναι σαφής για τον εκμουσουλμανισμό των Χριστιανών Ορθοδόξων των και σήμερα Ποντιόφωνων (Ελληνόφωνων) των περιοχών Όφεως και Θοανίας ο οποίος συνετελέσθη τα έτη 1685-1690.


Κατά τον γνωστό Μπαφραίο ερευνητή Γεώργιο Αντωνιάδη ο οποίος ανάλωσε τη ζωή του στην έρευνα για την ιστορία, τις παραδόσεις και τον πολιτισμό των τουρκόφωνων Ποντίων, οι οθωμανοί κατά το δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα επιχείρησαν βίαιο εκτουρκισμό των Ελληνοποντίων, υποχρεώνοντας τους να επιλέξουν θρησκεία ή γλώσσα. Η σκέψη των τούρκων ήταν προφανής, ότι δηλαδή, όποια κι αν ήταν η επιλογή των Ελλήνων Ποντίων, θρησκεία ή γλώσσα, θα οδηγούσε στο ένα και αυτό αποτέλεσμα. Εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε ότι οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου που προτίμησαν να κρατήσουν τη γλώσσα και να αλλάξουν τη θρησκεία ( Όφις – Ριζαίο – Θοανία – ευρύτερη περιοχή της Τσάϊγκαρας) τελικώς ετουρκίσθηκαν και οι Έλληνες του δυτικού Πόντου που προτίμησαν να κρατήσουν τη θρησκεία τους και να αλλάξουν τη γλώσσα τους, τελικώς παρέμειναν στον Ελληνισμό.


Αν στα σχέδια των σουλτάνων δεν ήταν ο βίαιος εκτουρκισμός αλλά ο βίαιος εκμουσουλμανισμός των μη μουσουλμανικών πληθυσμών, θα υπήρχαν ιστορικές αποδείξεις. Αντιθέτως η ιστορία δεν καταγράφει ομαδικούς και δή βίαιους εξισλαμισμούς. Όπως γράφει ο Άμαντος «…μεγάλαι ομαδικαί εξισλαμίσεις Ελλήνων δεν έγιναν ουδέ επι των οθωμανών Τούρκων, αλλά αι μικραί και βαθμιαίαι δεν έλειψαν». Οι οθωμανοί που πέτυχαν τον εξισλαμισμό των ποντιόφωνων Οφιτών, θα μπορούσαν ευκολότερα να πετύχουν τον εκμουσουλμανισμό των Δυτικοποντίων τουρκόφωνων. Δεν προκύπτει όμως από κάπου, να το έχουν επιχειρήσει.

Προφανώς είναι άλλοι οι λόγοι της τουρκοφωνίας των Δυτικοποντίων. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης της κατ’ εξοχήν αυτής τουρκόφωνης περιοχής από το 1908 μέχρι το 1922, παρότι ίδρυσε πολλά σχολεία και πνευματικά ιδρύματα και συνεργάστηκε στενά με τους τουρκόφωνους καπεταναίους, στη συνέντευξη του στην Αντιγόνη Μπέλλου – Θρεψιάδου ( «Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη, Εκδόσεις Τροχαλίας, Αθήνα 1984), ουδόλως επιχειρεί να ερμηνεύσει την τουρκοφωνία αυτών των ανθρώπων, αποφεύγει να αναφερθεί κατ’ ελάχιστο στην τουρκοφωνία τους. Του αρκεί που είναι Έλληνες και Χριστιανοί !!! Άλλωστε και στην Καστοριά οι καπεταναίοι με τους οποίους συνεργάστηκε κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων, ήταν αλλόγλωσσοι.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο θρυλικός αυτός ιεράρχης, υπήρξε μητροπολίτης Καστορίας στο διάστημα 21.10.1900 μέχρι 5.2.1908 και μητροπολίτης Αμασείας και Αμισού στον Πόντο με έδρα την Αμισό (Σαμψούντα) από 5.2.1908 μέχρι 27.10.1922. Και στις δύο μητροπόλεις, πέρα απ’ το ποιμαντικό – αρχιερατικό του έργο, επέδειξε και εθνικό. Κατά των βουλγάρων κομιτατζήδων στην Καστοριά και κατά των τούρκων τσετέδων στον Πόντο. Κι ενώ θήτευσε στην Καστοριά μόνο εφτάμιση χρόνια (7,5), ενώ στη Σαμψούντα πάνω από δεκατεσσεράμισυ χρόνια (14,5), είναι γνωστός στο Πανελλήνιο και μνημονεύεται μόνο ως μητροπολίτης Καστοριάς. Τούτω αποδεικνύεται ακόμα και σήμερα αν παρατηρήσετε οποιοδήποτε σχολικό εγχειρίδιο, ή κάδρο, αλλά και την προτομή του δίπλα στην Παναγία Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη. Ο Μιχαήλ Στάϊκος, μητροπολίτης Αυστρίας, έξαρχος Ουγγαρίας και Μεσευρώπης στο βιβλίο του με τίτλο «Γερμανός Καραβαγγέλης Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρικής Ευρώπης 1924-1935», ομολογεί : «…..Και ενώ έχει τονισθεί οπσωδήποτε η εντυπωσιακή παρουσία του Γερμανού Καραβαγγέλη εις την Μητρόπολιν Καστορίας και έχει εξαρθεί η προσφορά του εις τον Μακεδονικόν Αγώνα κατά τα κρίσιμα έτη 1900-1907, δεν είναι επαρκώς γνωστή η παρουσία του, εις την Μητρόπολιν Αμασείας»

Σε αυτό το σημείο οφείλω να επισημάνω ότι ο κος Παυλίδης Θεόδωρος (δικηγόρος Κιλκίς ) φλογερός Μπάφραλης και δεινός γνώστης και ερευνητής της ιστορίας των τουρκόφωνων Δυτικοποντίων, δημιούργησε το Σύλλογο Δυτικοποντίων νομού Κιλκίς “Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ” προς τιμή του ιεράρχη των γονέων του αλλά και ως ελάχιστο φόρο τιμής και αναγνώρισης για την βαριά προσβολή του ονόματος του Ιεράρχη από το επίσημο Ελληνικό κράτος και την επίσημη Εκκλησία. Ο σεπτός αυτός Έλληνας αγωνιστής ιεράρχης απεβίωσε γεμάτος πίκρα που η πατρίδα τίποτε δεν του αναγνώρισε από την υπέρ 30 έτη διακονία του και από την προσφορά του στο Γένος, τόσο κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, όσο και κατά την παραμονή του στον Πόντο. Ο ίδιος ο Καραβαγγέλης στη διαθήκη του, στην οποία, κληρονόμο του κατέστησε τη γενέτειρά του Στύψη Λέσβου, έτσι εξέφρασε την πικρία του για την αγνωμοσύνη που έδειξαν τόσο η Πολιτεία όσο και η Εκκλησία: "Η κηδεία μου θα γίνει στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση με ένα μόνο ιερέα, χωρίς διάκονο. Δεν δέχομαι δε στην κηδεία μου ούτε αντιπρόσωπο του κράτους, ούτε της εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θανάτου τας εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ εις κανένα ουδέ οβολόν, εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του '21...".

Οι Τούρκοι επιχείρησαν να αποκόψουν του Έλληνες από τη μητρική τους γλώσσα γιατί πίστευαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εκμουσουλμάνιζαν τους Χριστιανούς.

Οι τουρκόφωνοι όμως Έλληνες παρά την απώλεια της γλώσσης, διατήρησαν τα έθιμα, τις συνήθειες και τα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά.

Κατά τον Συμεών Κοιμίσογλου ( «Καπαδοκία» Εκδόσεις I.L.Production. Θεσσαλονίκη 2005, σελ,205 & επόμ,), ο Gaston Deschams σε μία διάλεξη του στο Παρίσι, αναφέρεται στην προσπάθεια των Ελλήνων Χριστιανών της Ισπάρτα της Πισιδίας να μάθουν Ελληνικά. Λέει λοιπόν στη διάλεξη του ο Gaston Deschams : « Δοκίμασα να συνεννοηθώ με τους κατοίκους αυτούς αλλά έμεινα έκπληκτος γιατί δε με καταλάβαιναν.

Ήσαν Έλληνες οι οποίοι μιλούσαν τούρκικα. Ένας από αυτούς, κατακόκκινος από ντροπή, γιατί ήταν αναγκασμένος να εκφράζεται σε γλώσσα που δεν είχε κανένα λόγο να αγαπά είπε : “Τι να κάνουμε; Πρίν από πολλά χρόνια συνέβη κάτι φοβερό και πρωτάκουστο στην πόλη μας. Οι τούρκοι πήραν και έκοψαν τις γλώσσες μιας ολόκληρης γενιάς συμπατριωτών μας, ανδρών και γυναικών για να ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα. Έτσι, δε μπορούμε να μιλάμε πιά Ελληνικά και αυτό μας λυπεί πολύ. Είναι κάτι φοβερό και μας κάνει να κοκκινίζουμε από ντροπή μπροστά στους ξένους.

Ρωμιοί είμαστε αλλά μιλάμε τουρκικά. Το αλφαβητάρι μας είναι Ελληνικό αλλά εκφραζόμαστε τούρκικα”. Κατά την άποψη του Συμεών Κοιμίσογλου, η γνωστή υπόθεση του παπα Ευτύμ (Ευθύμιου Καραχισαρίδη) εντάσσεται στα ευρύτερα σχέδια του κεμαλισμού να αναγνωρισθούν οι Τουρκόφωνοι Χριστιανοί ως εκχριστιανισθέντες τούρκοι.

Ο δάσκαλος του Γένους Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης («Η Αξό της Καπαδοκίας» Εκδόσεις Ορέστης Μαυροχαλυβίδης, Αθήνα 1990), αναφέρει ότι μετά το Χαττί Σερίφ 1839 και Χαττί Χουμαγιούν 1856, έπαυσαν να γίνονται ομαδικές εξισλαμίσεις (οι οποίες κατά τεκμήριο επάγονται και τουρκοφωνήσεις). Με την εκπαίδευση επανήλθε η Ελληνική γλώσσα στους τουρκόφωνους Χριστιανούς της Μικράς Ασίας. Βάσιμη επομένως θεωρείται η εκτίμηση ότι η τουρκοφωνία ήταν καθολική τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Πλησιέστερη προς την αλήθεια (αναφέρει στο βιβλίο του ο Θεόδωρος Ε. Παυλίδης - Δικηγόρος Κιλκίς – «Ο Ελληνισμός του Δυτικού Πόντου» Εκδόσεις Αδερφών Κυριακίδη 2009), η εξήγηση της τουρκοφωνίας των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου, που επιχειρεί ο Α. Παπαδόπουλος («Ο υπόδουλος Ελληνισμός της Ασιατικής Ελλάδος, εθνικώς και γλωσσικώς εξεταζόμενος» Έκδοση του συλλόγου προς διάδοση ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1919). «…ο χρόνος της κατακτήσεως και της γειτνίασης προ ικανόν τούρκικον στοιχείον συνετελέσθη εις την λήθην της Ελληνικής. Αλλά προκειμένου περί των Τουρκόφωνων συνοικιστών εγγύς της θαλάσσης εν τη επαρχία Αμασείας δεν ίσχυε πλέον ο λόγος ούτος, διότι μένει ανεξήγητο πως υπάρχουν τουρκόφωνοι εν Τσαρσαμπά εις μικράν απόστασιν από της περιφερείας Αμισού ένθα είναι πυκνότατος ο Ελληνικός πληθυσμός. Ή, πως υπάρχουν εν Μπάφρα και Αλατσάμι τουρκόφωνοι, ενώ εν Κέρζε και Σινώπη Ελληνόφωνοι.

Το ζήτημα λύεται ευκόλως αν δεχθώμεν ότι ασφαλώς οι τουρκόφωνοι αυτοί πληθυσμοί δεν είναι ιθαγενείς αλλ’ επίλυδες, κατελθόντες εις χρόνον, όχι πολύ απομακρυσμένον εκ των μεσογείων χωρίων της Καππαδοκίας επί την θάλασσαν δια να αποφύγουν τας κακώσεις των τούρκων ή ίσως και χάριν εμπορίου ή γεωργικών αναγκών. Άλλωστε η μεταναστευτική αυτή τάσις των Καπαδοκών επι τας παραλίους προς τον Εύξεινον χώρας εξακολουθεί και μέχρι σήμερον. Εκ Κεσαρείας απώκησαν οι κάτοικοι του Μαρσουβάν (Μερζιφούντας) και της κώμης Ζήλε, ωσαύτως δε εκ της αυτής επαρχίας άποικοι είναι οι πλείστοι των κατοίκων της Αμισού οι οποίοι άρχισαν να συρρεύουν από τα μέσα του 19ου αιώνος. Οι αρχαίοι Ελληνόφωνοι κάτοικοι της πόλεως αποτέλουν ίδιον συνοικισμόν, υπερκείμενον της νέας πόλεως ονομαζόμενον Καδήκιοϊ». Ομοίως ο Ιάκωβος Κουλοχέρης («Η Αμισός και τα πάθη της» Εκδόσεις Αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991), γράφει : “πρίν διακόσια χρόνια η Πάφρα ήταν μικρή και ασήμαντη κωμόπολη.

Τα φυσικά της όμως πλεονεκτήματα τράβηξαν την προσοχή των έμπειρων Καραμανλήδων, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Μπάφρα πρίν εκατόν πενήντα χρόνια, εγκαταλείποντας τις μέχρι τότε εστίες τους, χωρίς δισταγμό. Οι Καραμανλήδες αυτοί, συναδελφώθηκαν αμέσως με τους Παφραίους και άρχισαν να εργάζονται με εκείνους σαν γνήσια παιδιά του τόπου, με τους ίδιους πόθους και τα ίδια όνειρα. Σε λίγο καιρό, κατάφεραν να αναδείξουν την Πάφρα σε πόλη εμπορική. Τα δε περίχωρα της με τα εκατόν δεκαέξι χωριά, σε κέντρα γεωργικά ακμάζοντα και ανθούντα. Ολόκληρος ο τόπος έγινε ζηλευτός για την ευμάρεια των κατοίκων του. Στο διάστημα αυτό, επήλθε μία σημαντική αλλαγή στη ζωή των Ελλήνων της Μπάφρας”. Σημειώνει ο κ. Θεόδωρος Παυλίδης : “…. φαίνεται ότι επλειοψηφούσαν οι τουρκόφωνοι Καραμανλήδες και γι’ αυτό το λόγο επικράτησε εκεί ως μητρική γλώσσα η τουρκική….” Ο εποικισμός της Αμισού από Καπαδόκες αναφέρεται σε πολλές ιστορικές πηγές. Φαίνεται ότι μέρος αυτών εγκαταστάθηκε στη Μπάφρα. Το γεγονός ότι και οι Μπαφραίοι χρησιμοποιούσαν μέχρι την αρχή του εικοστού αιώνα την Καραμανλική γραφή, πιθανολογεί την παρουσία Καπαδοκών στην περιοχή. Εξάλλου το επώνυμο Ανταβάλογλου που παραπέμπει στο Ανταβάλ της Καπαδοκίας, το έφεραν γνωστές οικογένειες της Μπάφρας.

Σε ιστορικό φυλλάδιο του Δήμου Μπάφρας (το οποίο έχει στην κατοχή του ο κ Παυλίδης), αναγράφεται ότι μετά τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 μ.Χ., η Μπάφρα πέρασε στα χέρια των Σελτζούκων και το 1214 ο σελτζούκος ηγεμόνας της Ανατολίας Izzetin Keykuvas εγκατέστησε εκεί τη φυλή των Τουρκμένων. Το 1243 με την είσοδο των Μογγόλων, γκρεμίστηκε η αυτοκρατορία των Σελτζούκων και αυτό έγινε η αιτία να εγκατασταθούν στην περιοχή, τούρκοι μπέηδες. Αυτή την εποχή ιδρύθηκε στην περιοχή ένα μικρό Σελτζούκικο μπεηλίκι, το μπεηλίκι της Μπάφρας. Τελικά, το 1460 μ.Χ. η Μπάφρα πέρασε στην κυριαρχία των Οσμανλήδων. Επειδή τα μπεηλίκια δεν παρείχαν τις στοιχειώδεις εγγυήσεις ενός οργανωμένου κράτους, σε επίπεδο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γλώσσας, θρησκείας, πολιτισμού, κ.ο.κ., δεν είναι απίθανο η μεταλλαγή της γλώσσας των Ελλήνων να έγινε βίαια σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο των ετών 1214 – 1460 μ.Χ.

Κατά τον ιατρό κ. Τάσο Αμανατίδη (τέως δήμαρχο Κιλκίς), τα φορολογικά, διοικητικά και άλλα ετεροβαρή μέτρα, που επέβαλε το οσμανικό σύστημα μόνο στους αλλόθρησκους (δηλαδή στους μη μουσουλμάνους), οδήγησαν στον εθελούσιο εκμουσουλμανισμό των πλουσίων και γαιοκτημόνων αλλά και των καλοζωιστών χριστιανών. Βασικό στοιχείο παραμένει όμως ότι παρότι εμουσουλμανίστηκαν, δεν άλλαξαν θρησκεία. Ιστορικά, παραμένει άγνωστος ο τρόπος και ο χρόνος της τουρκοφωνίας των Ελλήνων του δυτικού Πόντου, ενώ απ την άλλη πλευρά είναι σαφώς γνωστός ο βίαιος εξισλαμισμός της περιοχής του Όφεως το 1650 -1660 μ.Χ. επί εποχής Βεζύριδων Κιοπρουλήδων. Πιθανότητα ομαδικής τουρκοφώνησης αποκλείεται και για τον πρόσθετο λόγο ότι ανάμεσα στα τουρκόφωνα χωριά της περιφέρειας Αμισού, υπήρχαν και πολλά Ελληνικά στα οποία μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο.

Επομένως, η περίπτωση να επιβλήθηκε η τουρκοφωνία σε κάποια Ελληνικά χωριά και σε κάποια άλλα όχι, είναι λίαν απίθανη. Φαίνεται τελικά ότι πολλοί υπήρξαν οι λόγοι της τουρκοφωνίας στην περιοχή της Μπάφρας. Σίγουρα αυτό δεν έγινε εφάπαξ. Η Ελληνική γλώσσα των Ποντίων κατά τη Βυζαντινή περίοδο δεν αμφισβητείται ιστορικά. Άλλωστε, ιδίωμα της επιβίωσε μέχρι τις ημέρες μας. Ολίγον κατ’ ολίγον σε αυτή την περιοχή, οι Έλληνες άρχισαν να τουρκοφωνίζουν. Πού κατενεμήθη ο τουρκόφωνος πληθυσμός μετά την ανταλλαγή στην Ελλάδα.

Κατά τον καθηγητή Στάθη Πελαγίδη, ο Ελληνισμός στην περιφέρεια Αμάσειας ανερχόταν σε 173.683 ψυχές.

Στην επαρχία της Μπάφρας 40.500 ψυχές.

Ο Χρήστος Σαμουηλίδης, στο βιβλίο του “ H Αμισός και η περιφέρεια της” αναφέρει ότι οι Έλληνες του Σαντζακίου Τζανίκ (Σαμψούντος) ανήρχοντο στις 71.000 ψυχές.


Ο Γεώργιος Βαλαβάνης αναφέρει ότι οι Ελληνορθόδοξοι της Μητροπόλεως Αμάσειας και Αμισού πρίν το γενικό πόλεμο ανήρχοντο στις 183.000 ψυχές.


Ο Κεμάλ Κοπούζ στο βιβλίο του “ Η Μπάφρα απ’ το παρελθόν, στις μέρες μας “ (Μπάφρα 2002), δημοσιεύει τις παρακάτω οθωμανικές επετηρίδες για τα έτη 1872 – 1900.


ΒΙΛΑΕΤΙ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ
ΣΑΝΤΖΑΚΙ ΤΖΑΝΙΚΗΣ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΕΤΟΥΣ 1872


ΚΑΖΑΣ ΣΑΜΨΟΥΝΤΟΣ Έλληνες 13.601
Επαρχία Καβάκ - Έλληνες 576
Επαρχία Οινόης - Έλληνες 1.514
Επαρχία Φάτσας - Έλληνες 341
Επαρχία Πολεμωνίου - Έλληνες 305
ΚΑΖΑΣ ΜΠΑΦΡΑΣ - Έλληνες 6.576
Επαρχία Αλατσάμ - Έλληνες 828
ΚΑΖΑΣ ΤΣΑΡΣΑΜΠΑ - Έλληνες 1.632
Επαρχία Θερμών - Έλληνες 181
Επαρχία Νεοκαισάρειας - Έλληνες 696

ΒΙΛΑΕΤΙ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ ΣΑΝΤΖΑΚΙ ΤΖΑΝΙΚΗΣ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΕΤΟΥΣ 1900

ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ - Έλληνες 39.650
ΜΠΑΦΡΑ - Έλληνες 24.058
ΤΣΑΡΣΑΜΠΑΣ - Έλληνες 2.946
ΟΙΝΟΗ - Έλληνες 4.569
ΦΑΤΣΑ - Έλληνες 2.002
ΘΕΡΜΕΣ - Έλληνες 524
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ - Έλληνες 73.749

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ - Έλληνες 78.643
ΜΠΑΦΡΑ - Έλληνες 37.495
ΤΣΑΡΣΑΜΠΑΣ - Έλληνες 9.727
ΟΙΝΟΗ - Έλληνες 7.552
ΦΑΤΣΑ - Έλληνες 2.670
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ - Έλληνες 136.087


Εάν στους πίνακες του Οικουμενικού Πατριαρχείου προστεθούν οι περιοχές Κάβζας Λαντίκ, Βεζύρκιοπρου και Αμάσειας ο πληθυσμός υπολογίζεται στις 180.000 ψυχές Ελληνορθοδόξων Χριστιανών.

Κατά την εθνική στατιστική υπηρεσία και σύμφωνα με την απογραφή του 1928, οι τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ήρθαν στην Ελλάδα από την Τουρκία ανέρχονταν σε 103.642.

Κατά την ίδια απογραφή μόνο από τον Πόντο ήρθαν 182.169 Έλληνες (ποσοστό 14,91% του γενικού προσφυγικού πληθυσμού που ανερχόταν στις 1.221.790 ψυχές).

Στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες τουρκόφωνοι εγκαταστάθηκαν στους παρακάτω νομούς και χωριά :

Κοζάνης
Ίμερα, Λεύκαρα, Μεσιανή, Νεράιδα, Ροδίτης, Βαθύλακος, Κρανίδια.

Κιλκίς 
Δίβουνο, Σπουργίτης, Φανάρι, Διπόταμος.

Σερρών 
Μπάφρα, Ανατολή,Παραπόταμος, Τριάδα, Λιθότοπος.

Πιερίας 
Κούκος, Σεβαστή.

Γρεβενών 
Βατόλακος.

Φλώρινας 
Πελαργός.

Δράμας 
Βαθύτοπος, Εξοχή, Λευκόγεια, Πτελέα, Κατάφυτο, Οχυρό, Ποταμοί, Άγιος Αθανάσιος.

Καβάλας 
Ζυγός, Κρηνίδες.
Καστοριάς 
Αγία Κυριακή, Οινόη, Διποταμία, Ακόντιο, Χιονάτο.


Τέλος, δεν είναι άγνωστο ότι στο αντάρτικο εναντίον των Βουλγάρων πέραν του Στρυμώνος και κατά τον εμφύλιο, σε όλο το Μακεδονικό χώρο, οι τουρκόφωνοι καπετάνιοι και οπλαρχηγοί από μακρινούς νομούς, Κοζάνης, Κιλκίς, Καβάλας, Δράμας και Πιερίας συνεργάστηκαν στενά μεταξύ τους για την ελευθερία της πατρίδος.

Πηγή : Θεόδωρος Ε. Παυλίδης - Δικηγόρος Κιλκίς – «Ο Ελληνισμός του Δυτικού Πόντου» Εκδόσεις Αδερφών Κυριακίδη 2009.


VIDEO
ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΦΩΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΝΤΙΟΙ




ΠΗΓΗ http://www.kotsari.com/istoria/172-bafra-samsounta-amisos-ellinismos-dytikou-pontou