Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ


Το επάγγελμα του γανωτή τα παλιά χρόνια.





Η επιμετάλλωση στα παλιά χρόνια.
Το επάγγελμα του γανωτή. Τα παλιά χρόνια, τότε που έφτασαν οι πρόσφυγες στα χωριά του λεκανοπεδίου Μουριών, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα στη μαγειρική ήταν χάλκινα (μπακιρένια). Όχι πως υπήρχαν και άλλα! Αυτά είχαν, αυτά χρησιμοποιούσαν. Τα σκεύη αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γινόταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Τότε, ήταν επιβεβλημένο το γάνωμα, δηλαδή έπρεπε να σκεπαστεί όλη η επιφάνεια του σκεύους με ειδικό μέταλλο. Αυτό ήταν το "καλάι", ο κασσίτερος δηλαδή.

Ποια σκεύη χρειάζονταν γάνωμα και ποια όχι;

Πολλά δεν χρειάζονταν γάνωμα. Το μπρίκι ας πούμε αν ήταν μόνο για καφέ, δεν χρειάζονταν να είναι γανωμένο. Αν όμως σκόπευες να βράσεις γάλα μέσα σ'αυτό επιβάλλονταν να είναι γανωμένο, διότι το γάλα θα "έκοβε". Ή ακόμα και να μαγείρευες κάτι με γαλακτοκομικά προϊόντα μέσα, απαγορεύονταν. Ο καφές από την άλλη έχει καλή χημεία, για αυτό δεν είχε πρόβλημα στο αγάνωτο. Το ποτό, το ουίσκι δηλαδή, η μαρέγκα, το κουφέτο, ο χαλβάς, επίσης μπορούν να παρασκευαστούν σε αγάνωτο σκεύος. Επίσης οι πρόγονοί μας, προφανώς δεν γνώριζαν ότι το γάνωμα καταστρέφεται από τους 130 βαθμούς και πάνω. Τα γανωμένα σκεύη πρέπει να μπαίνουν σε χαμηλή φωτιά, γύρω 60 -80 βαθμούς και όχι στους 200 γιατί θα μαυρίσουν, θα χαλάσουν. Έτσι, πίστευαν πως ήταν θέμα του καλού γανωτή η διάρκεια των διαφόρων σκευών, και όχι της κακής χρήσης που αγνοούσαν.
Το γάνωμα γινόταν από τους ειδικούς τεχνίτες, τους γανωτήδες ή καλαϊτζήδες, στην τουρκική γλώσσα. Το μεσαιωνικό ρήμα γανώνω (= επικαλύπτω χάλκινο σκεύος με κασσίτερο για να το προφυλάξω από την οξείδωση), προέρχεται από το ρήμα της αρχαίας γανόω-ώ (= γυαλίζω, στιλπνώνω, επικασσιτερώνω). Γάνα ονομάζεται η συνήθως πρασινωπή σκουριά που επικαλύπτει τα σκεύη που δεν έχουν γανωθεί, γαλβανιστεί και γανωματάς/ γανωματής/ γανωτής ή γανωτζής αυτός που γανώνει τα σκεύη.
Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα πιο παλιά που υπάρχουν. Λένε ότι καθιερώθηκε στην εποχή του Βυζαντίου και ήταν χρήσιμη η δουλειά τους, γιατί έσωζαν τους ανθρώπους από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. Η τέχνη του γανωτή χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα που υπάρχουν. Αν και η χρήση του κασσίτερου είναι γνωστή από την αρχαιότητα, το επάγγελμα καθιερώθηκε στα τέλη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και γνώρισε την ακμή του στην εποχή του Βυζαντίου.
Οι περισσότεροι γανωτήδες ήταν αυτοδίδακτοι ή συνέχιζαν τη δουλειά από γενιά σε γενιά. Ήταν πλανόδιοι και γύριζαν τις γειτονιές και τα χωριά μ’ ένα τσουβάλι στον ώμο, κατάμαυρο από την πολλή χρήση, όπου έβαζαν τα σκεύη που ήταν για γάνωμα. Τραχιά και δυνατή η φωνή τους, θα αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων πρόλαβαν «Γανωτήηηηης! Μπακίρια γανώνωωωωω! Γανωτήηηηης».
Στο χωριό ερχόταν ο Παυλάκης ο οποίος είχε συγγενείς,σχεδόν όλο το χωριό γάνωνε τα σκεύη του σ'αυτόν.Έφερναν οι νοικοκυρές τα σκεύη τους που ήθελαν γάνωμα (τετζερέδες, τηγάνια, κουταλοπίρουνα, ταψιά, μπρίκια κ.ά.), άπλωνε ο γανωτής τα μαυρισμένα από τη μουτζούρα χέρια του και γέμιζε το τσουβάλι. Ύστερα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Ξαναγύριζε μετά από μια-δυο μέρες, για να επιστρέψει τα γανωμένα σκεύη. Μερικοί από αυτούς είχαν μαζί τους τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία, και εξυπηρετούσαν τον κόσμο επί τόπου. Σ’ αυτή την περίπτωση μετακινούνταν με κάποιο ζώο (άλογο ή γαϊδούρι) ή με κάρο, όπου μετέφεραν τα σύνεργά τους. Η πληρωμή τους γινόταν πολλές φορές σε είδος (σιτάρι, καλαμπόκι, αυγά).
Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε ένας γανωτής στο χωριό.
Κάποιοι πήγαν διάφορα αντικείμενα για γάνωμα όχι γιατί τα χρησιμοποιούσαν αλλά για να τα βάλουν γυαλισμένα σε κάποια συλλογή τους.

Το εργαστήριο του γανωτή. Το επάγγελμα του γανωτή.

Γάνωμα χρειαζόταν όλα τα χάλκινα σκεύη (τεντζερέδες, τηγάνια, κουτάλια, πιρούνια, ταψιά, μπρίκια ταψιά, κατσαρόλες καζάνια, κλπ.). Το εργαστήριό του γανωτή είχε όλα τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία. Το καλάι, (κασσίτερος), το σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ), το αμόνι, η μασιά με την οποία κρατούσε το σκεύος πάνω από τη φωτιά και ο ταβάς, ένα μεγάλο ταψί, που μέσα έριχνε τα περισσεύματα από το καλάι, για να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Σε μια άκρη είχε τη φουφού, φωτιά δηλαδή που ζέσταινε τα σκεύη. Ο γανωτής πρώτα καθάριζε καλά τα σκεύη από τις σκουριές και τις πράσινες σκιές. Το μέσα μέρος το καθάριζε με το σπίρτο (κεζάπι) κι έπειτα το έτριβε με άμμο ή με τριμμένο κρεμμύδι. Μετά κρατούσε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Στη συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το λιωμένο καλάι σε όλη την επιφάνεια του σκεύους με τη βοήθεια ενός χοντρού βαμβακερού υφάσματος. Για να παγώσει πιο γρήγορα το καλάι έριχνε κρύο νερό και το σκούπιζε με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.

Τα εργαλεία και τα υλικά που χρησιμοποιούσε.

Τα εργαλεία της τέχνης του ήταν: το χαλκόσφυρο, ο διαβήτης, δυο είδη μασιάς (τσιμπίδια), η φουφού, ο χαλκός, το νιτρικό οξύ, ο κασσίτερος (καλάι), το αμόνι (δυο είδη), το υδροχλωρικό οξύ.
Τα είδη που γάνωνε ήταν, ταψιά, κατσαρόλες και καζάνια.
Σήμερα, η δουλειά-τέχνη του γανωτή δεν υπάρχει πλέον. Χάθηκε από τότε που εμφανίστηκαν τα ανοξείδωτα και τα εμαγιέ σκεύη.
Μπακιρένια σκεύη θα βρει κανείς μόνο για διακόσμηση ή σε λαογραφικά μουσεία και συλλογές. Ίσως υπάρχουν κάποια ακόμα σε μερικά σπίτια των χωριών μας, παραπεταμένα σε μια άκρη της αποθήκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου