Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ


ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ

Οι λέξεις και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνταν στο Σουφλί στην καθομιλουμένη λαϊκή γλώσσα, γνωστά σαν Σουφλιώτικο γλωσσικό ιδίωμα  που επέζησαν μέχρι πρόσφατα, λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση αλλά και μίξη από λαούς που πέρασαν από την περιοχή μας (Τούρκοι, Βούλγαροι, Φράγκοι), τείνουν να εξαφανιστούν και να αφανιστούν αν και μιλιούνταν επί εκατοντάδες χρόνια. Σαν λόγους μπορούμε να αναφέρουμε την αλλαγή στη δομή της παραδοσιακής κοινωνίας, την καθιέρωση της νέας Ελληνικής γλώσσας μέσω της γενίκευσης της εκπαίδευσης, της τηλεόρασης, των Μ.Μ.Ε. και της αστυφιλίας. Η γλώσσα φυσικά σύμφωνα με τους γλωσσολόγους αλλάζει ως επιτακτική ανάγκη της καθημερινότητας.
Οι ξεχασμένες αυτές λέξεις είναι το όχημα που μας κάνει να νιώθουμε ένα με τα χρώματα, τις μυρωδιές, τις εικόνες και την ομορφιά του τόπου που μας γέννησε, το όμορφο Σουφλί μας. Πόσες φορές δεν πλημύρισε μέσα μας ένα αίσθημα ανάμνησης και νοσταλγίας, όταν σε ανύποπτο χρόνο ακούγαμε μια λέξη ή μια φράση που μας θύμιζε το Σουφλί;
Για να μην αποκοπούμε από τις ρίζες της παράδοσης, για να θυμηθούμε οι παλιοί και να γνωρίσουν οι νέοι το γλωσσικό μας ιδίωμα που δεν έχει μεγάλες διαφορές από την υπόλοιπη Θράκη, αλλά έχει τα δικά του γνωρίσματα και για να καταγραφούν και διασωθούν ξεχασμένες λέξεις που δεν χρησιμοποιούνται πλέον, καταγράφονται φωνητικά λέξεις, φράσεις και γενικότερα "μασάλια". Το Σουφλιώτικο γλωσσικό ιδίωμα αποτελεί στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού μας και έχουμε χρέος να το διαφυλάξουμε από την επερχόμενη λήθη.
Όλη η γλώσσα μας είναι ενιαία και πρέπει να χρησιμοποιούμε τον πλούτο της από παντού, με τον όρο να προσαρμόζονται αυτά τα στοιχεία που παίρνουμε στη μορφολογία της νεοελληνικής γλώσσας. Χρέος μας λοιπόν είναι να καλλιεργήσουμε και να διδαχθούμε σε βάθος τη νεοελληνική μας γλώσσα και να τη διαδώσουμε προς τα έξω με τον πολιτισμό που να έχει τη δική μας σφραγίδα.

Φυλλαρίδης Νίκος γυμναστής καθηγητής.

Καταγράφονται φωνητικά πάνω από 1000 λέξεις. Στήριγμα στην προσπάθειά μου αυτή στάθηκαν το "ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ" του κ. Αριστείδη Α. Χριστοφόρου, το "ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ" της εταιρείας "ΘΕΣΜΟΣ", οι ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ του μοναχού Κυρανούδη Παναγιώτη φιλόλογου-γλωσσολόγου (Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης), τα λαογραφικά του δάσκαλου Παπασταματίου-Μπαμπαλίτη Χρήστου, μια σειρά από Σουφλιώτικες λέξεις που μου έστειλε η κ. Άννα Σερέτη και η φυσική μου παρουσία στο Σουφλί μας με όλα τα ακούσματα από το 1951 μέχρι το 1969. Γενάρης του 2013.

1


ανηφέλητους σκάρτος, ακατάλληλος, ανεπρόκοπος

απκάζου καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι, μπαίνω στο νόημα


αρτσιώνουμι φοβερίζω μαλώνω, απειλώ, τρομάζω

ασγκίνς απείθαρχος, ζωηρός, άτακτος, ατίθασος

αχράνς άξεστος, ανάγωγος, απρεπής, αγενής


αψχώ συμπάσχω, συμπονώ, λυπούμαι, συναισθάνομαι

βουζγκανώ χτυπώ με πάταγο

γιαμάτσ έδαφος με κλίση


γιαρ(ι) πλαγιά, γκρεμός

γιλιντίζου γλεντώ, ξεσκάω, ξεδίνω, ψυχαγωγούμαι

γιουρτ(ι) κήπος, περιβόλι, μπαξές

γκαγκάς λαιμός, τράχηλος

γκαζγκαλώ σκαλίζω, ψαχουλεύω, αναμοχλεύω

γκαλιαρώνου ανοίγω τα μάτια διάπλατα, συγκεντρώνω την προσοχή

γκατζιόλ(ι) γαϊδούρι

γκζαν(ι) μικρό παιδί

γκ΄κ τσιμουδιά (ούτι γκ΄κ ούτι μ΄κ)

γκόλιαβους γυμνός, άντυτος, τσίτσιδος

γκραντίλας μεγαλόσωμος άνθρωπος

γριντιά γερό ξύλινο δοκάρι

δεντ΄ς αυτός-οι δεν υπάρχουν

έκατι σταθείτε

ζαβζάς λαχανικά

ζακαμτσ΄κ εργαλείο, σύνεργο, εξάρτημα

ζακόν(ι) συνήθεια,έθιμο

ζάλαχους θόρυβος από φωνές

ζαμπαράς γυναικοθήρας, μπερμπάντης, γυναικάς

ζατσ(ι) θειικό οξύ

ζήτλαρς ζητιάνος, επαίτης, διακονιάρης

ζιάπκους βάτραχος

ζιούπα ώριμος καρπός δένδρων

θαμάζουμι απορώ, εκπλήσσομαι, σαστίζω

θάματ(ι) μήπως,

ιστιάχ(ι) όρεξη, διάθεση

κακμάς κατρακύλισμα, πτώση, σώριασμα

καμπάδκου μαλακό, εύθραυστο

καντίζου παραδέχομαι, αρκούμαι

καπτώ αρπάζω, αδράχνω

κιρτίκ(ι) σημάδι, χαρακιά, εγκοπή

κ(χ)΄κι κουκί

κόθαρους κύρτωμα, καμπή

κόντσκα μακρύ ξύλο για τα κρεβάτια των κουκουλιών

κουϊρούκ(ι) η πλατιά ουρά στα πρόβατα

κουϊτής υπήνεμο μέρος, απάγκιο

κουμ(ι) άμμος

κουνουσμάς κουβέντα, συζήτηση, διάλογος

κουπάϊ κυνηγητικό σκυλί

κουπαρντώ αποσπάζω, σπάζω,αποχωρίζω, αποκολλώ


κουπάτσ(ι) κομμάτι ξύλου, κοντόξυλο

κουσιάζου τρέχω, φεύγω

κουσιώρα μεγάλο καλάθι χωρίς χερούλια που φόρτωναν συνήθως τα γαϊδούρια

κουσκλούδκα σβέλτα, γρήγορα


κουσκλούς ευκίνητος, σε εγρήγορση, σβέλτος


2



κρμσάλ(ι) χιονόβροχο από παγοβελόνες

λάκρους σβέρκος

λ΄γκρ-λ΄γκρ γρήγορο βάδισμα

λελέμς χαζός, κουτός, ελαφρόμυαλος, κουτεντές, σκερβελές

λέλιακας πελαργός

λιάγκα η πράσινη ύλη που εμφανίζεται στα στεκούμενα νερά

λόζιατου σκουπίδι

λ΄τζεν(ι) η απόφυση σταχιού

λυγγιάζου έχω λόξυγγα

μάμους παιδική λέξη για απειλή

μαντέκα πονηρός, καταφερτζής, καπάτσος, κατεργάρης, πανούργος

μάξους επίτηδες

μαργιά γερασμένο θηλυκό πρόβατο

μάρτσα ο ποταμός Έβρος

ματάς σουγιάς με δόντια, κλαδευτήρι

μάτσιαγκους υποταγμένος, σιωπηρός, υπάκουος

μικίκ(ι) λουκουμάς

μόρτι έχω την αίσθηση, νομίζω

μουζντές φιλοδώρημα για ευχάριστη είδηση

μουλίτσ(ι) σκόρος, σαράκι

μουσάντρα εντοιχισμένη ντουλάπα

μουστιρής πελάτης

μπαγρντίζου φωνάζω σπαρακτικά

μπακρτσδ(ι) μικρό δοχείο με χερούλι που έβαζαν συνήθως γάλα

μπαρσάκ(ι) κοιλιά

μπάσπαρμάκ(ι) αντίχειρας ή το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού

μπασιάκ(ι) ο καρπός του καλαμποκιού

μπασιαρντίζου πετυχαίνω, καταφέρνω, κατορθώνω

μπαστιάρκου φυτρωμένο φυτό από μόνο του

μπέτκιους άσχημος

μπιζάηζς υφασματοπώλης

μπιζιαρνώ βαριέμαι

μπιλμπίλ(ι) αηδόνι

μπίμπα χήνα

μπιντιαβά δωρεάν, τζάμπα

μπιτιούνκους ολόκληρος, συνολικός, ολοκληρωμένος

μπλιούγκα λάκος με νερό

μπλούντα κάμπια

μπόντους το κεντρί της μέλισσας

μπουλαστώ αρχίζω κάτι δυνατά , με ορμή (να τρέχω, να δέρνω κ.λ.π.)

μπουμπόλ(ι) βώλος, ρόγα

μπουνάκς κουτός, γεροξεκούτης

μπουρντίζου ευνουχίζω, συστρίβω, αθετώ

μπουρσούκ(ι) ασβός, κοιλαράς

μπντακ(ι) ρόζος

μπούχνια μούχλα

νειριάζουμι ονειρεύομαι

νένιους παπάς, ιερέας (παιδική λέξη)

νιρουπάπαλ(ι) ελαφρώς λυωμένο χιόνι

νορ τυροκομικό προϊόν

νουρέτσκα η τελευταία μοίρα της σπονδυλικής στήλης

ντάβανους μεγάλη μύγα

νταλ(ι) κλαδί, κλωνάρι


3


νταλντώ μπαίνω, εισβάλλω

ντάμκα κηλίδα

νταμουζλκ(ι) για σόϊ

ντάρμα-ντουμάν(ι) άνω-κάτω

ντιβανές κουτός, βλάκας, ανόητος

ντιβιρντώ αναποδογυρίζω

ντικιντίζουμι επιμένω

ντικντικινέ κατακόρυφα

ντικς αμετάπειστος, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, επίμονος

ντιξνιέρ(ι) τσεκούρι με δύο κόψεις, η μια για κόψιμο ξύλων και η άλλη για σχίσιμο

ντιουντιούκα σφυρίχτρα

ντιρί-ντιρί ζωντανό, σπαρταριστό, "ντιρί-ντιρί ρίχνουντι" διαλαλούσαν οι ψαράδες

ντουλμάς λάσπη, ιλύς

ντουρούκ(ι) παραγεμισμένο

ντριμσ'ιζ παράξενος, ιδιόρρυθμος

ξιαναφαλίζουμι βγαίνει ο αφαλός μου από την υπερπροσπάθεια

ξιαρίζου καθαρίζω το στάβλο από τις κοπριές

ξιαφ(ι) κομπόστα

ξικαχτώ ξεσπυρίζω κυρίως τα καλαμπόκια

ξινουμώ διώχνω, θέτω εκτός νομής, "μη ξινουμάτι τ' αρνίθια"

ξιπατώνου ξεριζώνω

ξισκανιάρς ζηλιάρης

ξισρντίζου ξεφλουδίζω, απολεπίζω, τραβώ και λύνω, αποσυναρμολογώ

ξκς τρελός

όλιλε ωχ, επιφώνημα πόνου

όπλατα μπαλωματιά

ουλτάς αγγίστι, πετονιά

ουμπλή πατημασιά

ουρταλκ(ι) σύμπαν

όχα προσφώνηση των βοδιών που είναι ζεμένα να σταματήσουν

πάϊαγκας αράχνη

πάϊντους διάλειμμα, ανάπαυλα

παϊτιάκς αυτός που βαδίζει λοξά

παρδάγγαλου εξογκώματα στο λαιμό ή στις μασχάλες, συνήθως μετά από ίωση

παρλαντίζου καταξεσκίζω, ενεργώ βιαίως

παταγούρ(ι) απότομο κρύο, κρύο νερό

πατέκα μονοπάτι

πατλατζιάν(ι) μελιτζάνα

πατσιούδ(ι) αποτσίγαρο, γόπα


τα πίπκα μπρούμυτα


πιρτσιά χτένισμα με χωρίστρα

πίστρα κάλυψη της πλάτης με πλήρες τύλιγμα της κουβέρτας ή του παπλώματος

πλιακανώ ανοιγοκλείνω (συνήθως τα μάτια)

πλιατσκώνου καπακώνω, επικαλύπτω, συγκαλύπτω

πόστα κατσάδα

πουγάλια σιγά

πουρτσαλώ πιτσιλίζω

πούρτσιους τράγος

πρέκνα οι φακίδες

ριτσέλια βραστή με πετιμέζι φλούδα από καρπούζι ή κολοκύθα

ρόποντους θόρυβος βημάτων, γδούπος

ρουγγαλίζου ρεύομαι





4


ρουκώνουμι χώνομαι ο ίδιος μέσα

σαβργκν(ι) χιονοθύελλα

σαγανάκ(ι) για λίγο, πολύ μικρή χρονική διάρκεια

σάκαργκας ζωύφιο, παράσιτο

σαϊάς σκεπαστό μαντρί με κλαδιά και χόρτα

σακάς γλάρος

σαμπού επικριτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει "μαϊμού"

σαραλκ(ι) ίκτερος

σαρμπέζκιους όμορφος, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

σαρπς σκληρός και δυνατός

σαρσάκας απεριποίητος, ατημέλητος, ακατάστατος, ανοικοκύρευτος

σιουρσούρα το τελευταίο ξέπλυμα του κεφαλιού στο λούσιμο

σατρ(ι) μπαλέτα, πλατύ μαχαίρι με ξύλινη λαβή ειδικό για κλάρισμα μορεόφυλλων

σατσ(ι) πέτρινος δίσκος όπου ψήνονταν οι λαγγίτες


σγκούλουμα στρίμωγμα, στοίβαγμα

ζκραμπατζώνου γρατσουνίζω με τα νύχια


ζκράμπια σαρανταποδαρούσα

σι επιφώνημα για να σταματήσει το άλογο

σιαπ(ι) ασθένεια βοοειδών

σιάρβα βρώμικη, σιχαμερή γυναίκα


σιασιρντίζου τα χάνω, σαστίζω

σιμπώ και σιουμπώ αναζωπυρώνω τη φωτιά

σιου παρά ταύτα, κι όμως

σιούμπλια παλιό χριστιανικό έθιμο με ομαδική συνεστίαση στη γειτονιά

σιουρντέν(ι) το παχύ έντερο

σιτζίμ χονδρός σπάγγος


σκλαντζήθρα σπίθα

σκλέντζα ξυλαράκι με μύτες στα δύο άκρα για το γνωστό παιδικό παιχνίδι

σκρίπνια τσιγκούνης, σπαγγοραμένος, τσιφούτης

σουμούν(ι) ολόκληρο το ψωμί

σουρίκ(ι) μακριά ξύλα 4-7 μέτρα που αποτελούσαν εξάρτημα της βοϊδάμαξας

σουρουντίζου μακρηγορώ, καθυστερώ

σπιλνί πόμολο, χερούλι πόρτας


σαργκί εκθέματα σε αγορά

στούμπους γουδοχέρι, οποιδήποτε χονδρή άκρη


στρικλιάζου πανικός στα ζώα μετά από τσίμπημα εντόμου


συμπουτά άλμα σε μήκος χωρίς φόρα

τακμ(ι) είδος

τάλπα χονδρό μαδέρι εξάρτημα βοϊδάμαξας

ταμαχκιάρς άπληστος, εργασιομανής

ταράσ(ι) συλλογή καρπών μετά τη συγκομιδή απο΄τον ιδιοκτήτη

τέκκου μονό

τζάφτις αερολογίες

τζέρτζιλου μικρό βερύκοκο

τζιαβίδα στρείδι


τζιαραβάκια αποδημητικά πουλιά, γερανοί

τζιοπ(ι) κοντό χοντρό κομμάτι ξύλου

τζιουμάκα βέργα


τζιουντζιούνα σούσουρο

τζιντζβές καφεμπρίκι

τιαφ(ι) θειάφι

τόϊ αποβλακωμένος

τουρτούρα τριγώνι


5



τράχουμα χρήματα που έδινε η νύφη στο γαμπρό

τσάκνου κλωναράκι ψιλό και ξερό


τσαρπάλια ξερά μικρά κλαδιά

τσέργα κουρελού

τσιαΐρ λιβάδι με αυτοφυές χόρτο

τσιακμακάει αστράφτει

τσιακτίζ(ει) λαμποκοπά, λάμπει

τσιαμ(ι) πεύκο

τσιαμασ(ι)ρ εργαλείο, σύνεργο

τσιάρδα στάμνα

τσιαρδάκ(ι) κιόσκι

τσιαρπτίζου χτυπώ ξυστά

τσιατσιανίζου συνθλίβω, ζουλώ, συμπιέζω, καταπλακώνω

τσιάτσκα φλιτζάνα

τσιαφ(ι) τσουχτερό κρύο

τσιγνές γνάθος, αντιρρησίας

τσιμ-τσιτσί ολόγυμνο

τσινί πορσελάνη

τσιντζίκουμα στενοχώρια

τσιόκους σφυρί

τσιουκανάρα κουδουνίστρα

τσιουρβάς σούπα

τσιουτεύου κλέβω

τσιπουλτάρα δρυοκολάπτης

τσιτίνς σκληροτράχηλος, δυνατός και γρήγορος

τστω μπήγω, αγκυλώνω

τφαν(ι) χιονοθύελλα


φλιατσκανώ μπατσίζω

φουκάλ(ι) σκούπα

φουρκή το μήκος όσο το άνοιγμα αντίχειρα και δείκτη

φουρλαντίζου ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι


φουσκή αποφάγι κουκουλιών, ξεραμένα κλαδιά

φτίτσια μανιτάρια

φυλλουρά φλούδα από κλαδί δένδρου

χαβάν(ι) μπρούντζινο γουδί

χαβούζαλης ποικιλία σταφυλιού

χαϊνέτς ιδιόρρυθμος

χαϊντούτς ανυπάκουος

χάϊτας αυτός που περιφέρεται άσκοπα, αλήτης

χαλεύου γυρεύω, ζητώ

χάμουργκας τυφλοπόντικας


χαμούτια παροπίδες αλόγου

χαρέτσ(ι) στέγαστρο κουκουλοαγοράς

χαρχάλ(ι) στο πάνω μέρος του κεφαλιού του πετεινού είναι το λυρί και στο κάτω το χαρχάλ(ι)

χαρχαλιάζουντι δέρνονται, καυγαδίζουν

χάσ(ι)κου άσπρο

χασ(ι)μούρα άσπρο αφράτο ψωμί

χζ(ι) ορμή, ζωηράδα, ενεργητικότητα

χλιούμπους χονδροκομμένος άνθρωπος

χντζια-χντχια γρήγορα

χόπτηρης ελαφροκίνητος, ελαφρόμυαλος

χούι ελάττωμα, συνήθειο, έξη


χουιάζου διώχνω, φοβερίζω, τρομοκρατώ

χουλ(ι)κό σπυρί, καλόγερος

χουτζιούμ(ι) προσπάθεια, απόπειρα

χούχλους το κόχλασμα του βρασίματος

χρούμπα χοντρό γερασμένο κούφιο δένδρο

ψκέφαλου μαξιλάρι

ψχος ψυχοσάββατο

ώδιδώ εδώ ακριβώς


6
αβανάκς κουτός, ανόητος

αβγαντίζου αυξάνω, επεκτείνω

αβλαντίζου κρυφοβλέπω, αγναντεύω

αβτζής κυνηγός

αγιάκτστους αδέξιος, άγαρμπος

αγιάρς πονηρός, κατεργάρης, καταφερτζής

αγιργιάρκους δροσερός

αγκλαντίζου καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ

αγρντίζου στραμπουλίζω, εξαρθρώνω

άζαπου ατίθασο, ανήμερο

αήκς ξεμέθυστος

αϊλιάκς άνεργος

αλιγραίνου ανοίγω το μαλλί

αλματζίκια μασχάλεςς, πλευρά

αναίρουχτα χωρίς χρονοτριβή, αμέσως

ανασκαίνουμι σιχαίνομαι

ανέγρηκους αδέξιος, ατζαμής

αντρουκαλιά δενδρογαλή

απτάλ(ι)ς κουτός, ανόητος

αραδίζου πηγαινοέρχομαι

αραθμώ νοσταλγώ, λαχταρώ

αρίσ(ι) το μακρύ ξύλο στις βοϊδάμαξες

αρκντάκ(ι) κοντό ξύλο για υποστήλωμα πανιού στα κρεβάτια των κουκουλιών

αρπατζίκ(ι) ο σπόρος του κρεμμυδιού

αστριχιά μέρος του οικοπέδου ίσο με το σιατσιάκ(ι) (η στέγη που εξέχει από τον τοίχο)

ατου(ι)ά νάτο

αφανίζουμει επιδίδομαι επίμονα

αχαμνός αυστηρός, τραχύς

βαΐζου γέρνω, κλίνω

βίρβιλου κουρέλι, φθαρμένο

βούγκρους παράσιτο ζώων

βουινιά κόπρανα μεγάλων ζώων, αγελάδα, βόδι, μοασχάρι

βούλιαρ(ι) χόρτο που όταν τα ζώα έτρωγαν πολύ φούσκωναν

βουρδουνιάζου κοκκινίζω

βρούσαμ λέγονταν στο παιχνίδι με τις μπίλιες

γανιάζου θυμώνω

γιαβάνς άνοστος

γιαγκν(ι) πυρκαγιά

γιαγν πυκνό πλήθος

γιακ γύψος

γιακά-πατσιά αρπάχτηκαν, τσακώθηκαν στο άψε-σβήσε

γιακλής αρραβωνιαστικός

γιακσκάνς επιδέξιος

γιαλαμάς πληγή στα άκρα των χειλιών

γιαμούκκ κακοσχηματισμένο

γιαμπουρλούκα κάπα συνήθως με κουκούλα

γιαπρακτσής εργάτης στη σηροτροφία

γιαρμάς ταή βοοειδών, χοντράλευρο

γιατάκ(ι) φωλιά

γιέσκους σκαντζόχοιρος

γιλάσια αγριοχουρμάδες

γιλιντίζου διασκεδάζω, γλεντώ

γιόμπγιους το πύον


7


γιουβάνς απολίτιστος, κοντός

γιουγκάς καρούμπαλο

γιουρούκ(ι) άτομο χαμηλής νοημοσύνης

γιούσκα καρούμπαλο

γίσκιουμα εφιαλτικός ύπνος

Γκαγκαβούηζς Τουρκόγλωσσοι Μικρασιάτες πρόσφυγες

γκαζγκαλιάρς ταραχοποιός, φασαριόζος

γκάσγκα χάσμα, τρύπα

γκαλέτσ(ι) τσόκαρο

γκανταλώ γαργαλώ

γκιουμ(ι) μεταλλικό δοχείο με χειρολαβές για τη μεταφορά του γάλακτος

γκιρντίζουμι τεντώνομαι

γκλότζιανου ριζοβολβός

γκόρτσα αγριοαχλάδια

γκουζγκουνάρα κουκουνάρι

γκουλιαφίζου λερώνω

γκουμπούζα πήλινη κρασόκουπα

γκουστιρίτσα σαύρα

γκρίμπα ραχιτικός,κουλουριασμένος

γκρλίτσα ασθένεια των γουρουνιών που αλλοιώνει τη φωνή τους

γκρούντα αδιαμόρφωτο κομμάτι συνήθως τυριού

γκτζιουν(ι) γουρούνι

δίσαλου σκούρο, μαύρο

δουλιψή εργασία, ο κόπος

ζαβγιά ζαβολιά

ζάκατου αντικείμενο

ζαμπούνς καχεκτικός

ζαπ υποταγή, χαλιναγώγηση

ζάπαρους ζέστη με άπνοια

ζατσανώ μαχαιρώνω, μπήγω

ζεύλα η σιδερένια βέργα που κρατούσε τα ζώα στο ζυγό

ζιούμπλιακας μικροκαμωμένος

ζλίγου συμπιέζω, ζουπώ

ζντραν(ι) εξάρτημα, εργαλείο

ζουρλαντίζου ζορίζω, πιέζω

θ΄μαίν(ει) πρήζεται, ζωηρεύει

ισιάν(ι) ίσιωμα, ευθεία

καβαδάτους πασχαλινό αυγό βαμμένο με διάφορα χρώματα

καβάκ(ι) λεύκα, κυβίστηση, ονομασία πλατείας στο Σουφλί

καβαλίκα δωρεάν μεταφορά με ζώο ή κάρο

καγκρντίζου στραγγαλίζω

καϊνάκ(ι) πατημένο σκληρό έδαφος

καλπαζάνα κρασόκουπα

καλπς τεμπέλης

καπίστ'ρ ιπποσκευή, χάμουρο

καραμανλδκα ακαταλαβίστικα

καραμπάτσ(ι) κρανίο

καργκν(ι) εκχείλισμα ποταμού στον παραπόταμο

καρλαμαντάν απερίσκεπτα στα τυφλά

καρλαντίζου εκτιμώ, λογαριάζω

καρκατσιλιά το επάνω Σουφλί

καρσί απέναντι

κασκαβάλ(ι) κασέρι


8


κασνάκ(ι) παραπέτο

κατσιάκ'κου παράνομο, λαθραίο

κατσιαμάκ(ι) πρωϊνό από βραστό καλαμποκάλευρο

καφτά-καφτά γρήγορα

κάχτρα είδος μυρμηγκιού που τσιμπάει

κελεμές χέρσο, αδούλευτο

κιουλέκ(ι) παραώριμο καρπούζι

κιριστές χονδρή ξυλεία γαι οικοδομή

κιρπιντέν(ι) πένσα

κ(χ)΄κί κουκί

κόλ(ι) μακρύ ξύλο του κάρου

Κόλιας Νικόλας

κόντζ(ι) πάνινο μποτάκι

κόσιους τρέξιμο

κουκούδ(ι) πληγή που κλείνει

κουκουνίτσα γυαλιστερή πέτρα συνήθως από ποτάμια

κουλιάστρα το πρώτο γάλα μετά τη γέννατης αγελάδ.

κουνουστίζου κουβεντιάζω

κούσιτου καναβούρι

κ΄τκου λειψό, λιγοστό

κτμ΄ρς τσιγκούνης

λαγ΄μ(ι) όρυγμα

λαγούδ(ι) μικρός λαγός

λάϊους ξανθός και άσπρος

Λίτσιους Χρήστος

λουιάζου βλέπω, παρατηρώ

λουκμάτσ(ι) άψητο φαγώσιμο (κυρίως ψωμί)

μαϊασ΄λ(ι) αιμορροΐδες, ζοχάδες

μαϊμουντζιλ(ι)κ θεατρινισμός

μανέλα σιδερένιος λοστός

μαρμάγκαλους αράχνη

μασάλ(ι) κουβέντα χωρίς ουσία

Μάτια Σταμάτα, Σταματία

Μάτιους Σταμάτης

μέρσαμ κι όμως

μέρι σάμπως, μήπως

μέστ(ι) πάνινο σοσόνι

μιζαβιρλ΄κια κουτσομπολιά, διαδόσεις

μιιντάν(ι) ξέφωτο

μιλέτ(ι) φάρα, φύτρα

μιλούρα φυτόψειρα

μισάλα στενόμακρο ύφασμα για την πινακοτή

Μ'κ'κ'ς Σουφλιώτικο επίθετο Μοκαΐκης

μοίρα κομμάτι κρέας

μόρτι νομίζω, θαρρώ

μουμούδ(ι) σκουλικάκι, μαμούνι

μουνίστ(ι) χάντρα

μουργκιάζ(ι) νυχτώνει

μούρσα όνομα υψώματος στο Σουφλί

μουτάφς σακκοποιός

Μουτένς Δημοσθένης

μουχάν(ι) το φυσερό του σιδερά

μπαϊνάκ(ι) βίαιο ξάπλωμα


9


μπακ'ρα χάλκινο καζάνι

μπάλιαβους άτριχος, γυμνός

μπάλιους άσπρο βόδι, μπαλιούδα=άσπρη αγελάδα

μπλντ'ρ(ι) γάμπα

μπαμπαλιώρα πελώρια, τεράστια

μπάμπου γιαγιά, Χριστουγιαννιάτικο φαγητό

μπάντης μεγαλύτερος αδελφός

μπάριμ τουλάχιστο

μπαρσάκια τα εντόσθια

μπατρντ'ζου βουλιάζω, φουντάρω

μπερντάκ(ι) ξυλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα

μπέσα πάχυνση οικόσιτου ζώου

μπ(γ)ιάλια περισφύριο, πάνινη γκέτα

μπιζάσκου υφασματοπωλείο

μπιλέμ μάλιστα

μπιλ'κ(ι) πλήθος, μπουλούκι

μπιμπέτας στριμμένος, ανάποδος

μπιμπιρίτσα βρεγμένη φέτα ψωμιού με δυόσμο και αλάτι

μπιντένα μακρύ γυναικείο πανωφόρι

μπιτίζου τελειώνω



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου