Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΤΕ...ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ '60 - '70

Η ζωή στο χωριό τότε... τις δεκαετίες '60 - '70







Η ζωή στο χωριό ήταν φτωχή και δύσκολη, χωρίς καμία πολυτέλεια, όμως οι άνθρωποι ήταν ευχαριστημένοι και δεν τους απασχολούσε αν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, αλλά φτωχοί και φτωχότεροι. Τον παλιό καιρό η ζωή στο χωριό δεν είχε καμία σχέση με αυτή της σύγχρονης εποχής.

Τα σπίτια χτισμένα με πλιθιά (λασπότουβλα) ή τσιμεντόλιθους με κεραμοσκεπές από βυζαντινά κεραμίδια και λαμαρίνες, λίγο απόμακρα το ένα από το άλλο. Οι δρόμοι γεμάτοι χώμα, λάσπη και σκόνη. Δύσκολη η βατότητα και η καθαριότητά τους. Παρόλα αυτά οι νοικοκυρές φρόντιζαν πρώτα απ΄ όλα την αυλή και το δρόμο μπροστά στο σπίτι τους.

Τα κύρια σημεία υδροδότησης, εκτός από κάποια πηγάδια, ήταν και οι χτιστές βρύσες του χωριού που δυστυχώς δεν σώζονται σήμερα (άραγε ποιόν ενοχλούσαν και τις κατέστρεψαν).

Τα νοικοκυριά ήταν συνηθισμένα χωριάτικα με έντονα τα χαρακτηριστικά του αγροτικού ορεινού χωριού. Έντονες διαφορές δεν είχαν μεταξύ τους. Δεν έβρισκες οικογένειες χωρίς οικονομικά προβλήματα ούτε σπίτια με βασικές διαφορές στην εμφάνιση, την επίπλωση, τις ευκολίες ή τα μέσα που διέθεταν.

Οι φτωχότεροι συντηρούσαν ένα νοικοκυριό που το πρόσεχαν και φρόντιζαν να ανταποκρίνεται με αξιοπρέπεια στις ανάγκες της οικογένειας και στις κοινωνικές υποχρεώσεις τους.

Οι οικογένειες τότε ήταν πολυμελείς. Μεγάλωναν κάτω από συνθήκες που τους εξασφάλιζαν μία υποφερτή διαβίωση. Για το μέλλον τους φρόντιζε η τύχη.

Το χωριό είχε ένα ή και περισσότερα καφενεία στα οποία ξημεροβραδιάζονταν όλοι οι άντρες τους μήνες που δεν είχαν γεωργικές εργασίες (το χειμώνα)

Γυναικείο πόδι δεν είχε πατήσει σε καφενείο του χωριού εκτός αν έπρεπε να ειδοποιήσει τον άντρα της για κάτι σοβαρό.

Στις σχέσεις του αντρόγυνου ο άντρας ήταν η κεφαλή της οικογένειας και είχε το γενικό πρόσταγμα.

Γενικά. οι σχέσεις του αντρόγυνου ήταν καλές, φιλικές και τίμιες όμως η σκληρή κουβέντα και η βλαστήμια δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Που και που έπεφτε και καμιά... Ο άντρας ήταν άντρας τότε (τρομάρα του, έτσι πίστευε, ήταν φυσιολογικό και μάλιστα όχι κατακριτέο από όλους).

Σε γενικές γραμμές η ζωή των κατοίκων ήταν ρουτίνα και η µια µέρα διαδέχονταν την άλλη ίδια και απαράλλαχτη.

Οι γυναίκες στην εργασία της γης έκαναν σχεδόν τα πάντα,από την σπορά,το τσάπισμα,έως και την συγκομιδή και μάλιστα πολλές φορές με συνεννόηση μαζευόταν και πήγαιναν ο ένας στον άλλον,τα λεγόμενα (κεσούκια) δανεικά, και ειδικά σε καλλιέργειες καπνού, καλαμποκιού, τσάπισμα, φύτεμα, από το ξημέρωμα μέχρι τη δύση του ήλιου και άλλα πολλά δυστυχώς.

Οι γυναίκες δούλευαν διπλή βάρδια µέσα και έξω από το σπίτι, και όταν δεν δούλευαν στα χωράφια έκαναν τις δουλειές του σπιτιού, το συγύρισμα, το σκύψιμο πάνω στη σκάφη, το ζύµωµα συνήθως µια φορά την εβδομάδα, το πλύσιμο, το πλέξιμο...

Έπρεπε επίσης να προσέχει τα ζώα και να τα πηγαίνει να τα δέσει στο ζεβλί (παλούκι) καθώς και να ρίχνει φαΐ στις κότες στο γουρουνάκι ή στις κατσίκες. Τι να τονίσω και τι να θυμηθώ από τις δουλείες των γυναικών του χωριού!

Απλά θα αναφέρω μερικές καθημερινές εργασίες.

Ζύμωμα και φούρνισμα ψωμιού,άρμεγμα, ντουρβάνισμα (παραγωγή βουτύρου), μαγείρεμα ,καθαριότητα σπιτιού και αυλής, γνέθανε και ετοιμάζανε τα πλεκτά τους ρούχα,φροντίδα του μπαξέ και πολλές-πολλές ακόμα δουλειές.

Το φτιάξιμο της χωριάτικης πίτας ή του σπιτικού γλυκού ήταν ακόμα ένας λόγος επίσκεψης στη γειτόνισσα για κέρασμα και για λίγο... κουτσομπολιό.

Πολλά ονόματα γυναικών στο χωριό ξεχνιόντουσαν γιατί έπαιρναν το όνοµα του άντρα. Έτσι άκουγες να λένε η Γιάννινα, η Γιώργαινα , η Φώτενα, η Χατζάβα(πήγε στα Ιεροσόλυμα) και άλλα τέτοια.

Τα αγόρια πήγαιναν στο γυμνάσιο. Αντίθετα άφηναν ελάχιστα κορίτσια να προχωρήσουν γιατί οι γονείς πίστευαν πως τα κορίτσια είναι ...για το σπίτι, για οικογένεια.

Απαραίτητο σχολείο για αυτά ήταν (με το ζόρι) το πλέξιμο και το κέντημα (η προίκα).

Να σημειώσω πως όλες οι δουλειές γινότανε χωρίς τις σημερινές ευκολίες, μιας και το ηλεκτρικό ήρθε στο χωριό στα τέλη της δεκαετίας του '60.

Νερό με τη στάμνα, μαγείρεμα και θέρμανση στη σόμπα, φωτισμός με γκαζόλαμπα, μπάνιο στη λεκάνη, ενημέρωση λίγο σπάνια κι αυτή με ραδιόφωνο.

Η ψυχαγωγία ήταν τα γλέντια σε γάμους και γιορτές στα λιτά μαγαζιά του χωριού ή στο σπίτι (όλοι βοηθούσαν και έβαζαν ένα χεράκι).

Από σινεμά, ο στρατός έφερνε 
κινηματογραφικές επιτυχίες της εποχής (ταινίες)για όλη την οικογένεια και φρόντιζε να τις δείχνει στα καφενεία του χωριού ή στον τοίχο του σχολείου τα καλοκαίρια.

Τελειώνοντας το σχολείο τα αγόρια έπαιρναν το δρόμο της αποκατάστασης είτε στη δουλειά του πατέρα είτε κοντά σε έναν τεχνίτη να μάθουν μία τέχνη. Τα κορίτσια βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού και στα χωράφια.

Στο γυμνάσιο πολύ λίγα παιδιά πήγαιναν, και γιατί δεν υπήρχαν οικονομικές δυνατότητες και και γιατί δεν υπήρχε γυμνάσιο. Το πιο κοντινό βρισκόταν στα Κάτω Ποροΐα. Κάποια παιδιά μετακόμιζαν ακόμα και στη Θεσσαλονίκη για να συνεχίσουν το σχολείο.

Γι αυτό παρατηρούνταν το φαινόμενο να σπουδάζουν φτωχά παιδιά με δυσκολίες και στερήσεις, αλλά με γονείς με διαφορετικές αντιλήψεις για τη μόρφωση. Αντίθετα πολλά παιδιά που είχαν και δυνατότητες και άνεση δεν σπούδαζαν.

Στην οικογένεια η συμβολή της γυναίκας ήταν αποφασιστική. Φορτωμένη με όλα τα βάρη του νοικοκυριού, προσπαθούσε με πενιχρά μέσα να τα φέρει βόλτα. Από αυτήν περίμεναν και οι δουλειές να τελειώσουν και τα προβλήματα να λυθούν. Όλα μετρημένα και λιγοστά.

Δουλειά από νύχτα σε νύχτα. Να συγυρίσει, να προφτάσει το ζύμωμα, τη μπουγάδα, το ράψιμο, το μπάλωμα. Να βρει καιρό για πλέξιμο, κέντημα (αυτά ήταν η διασκέδασή-τα χόμπι της) και ένα σωρό άλλες δουλειές.

Όσο τα παιδιά ήταν μικρά, βοήθεια από πουθενά. Ο άνδρας, και ο καλύτερος ακόμα, δεν σηκωνόταν να βάλει ούτε ένα ποτήρι νερό. Τα περίμενε όλα στο χέρι. Θεωρούνταν μειωτικό για έναν άνδρα, "που εκπροσωπούσε το ισχυρό φύλο’’, να ασχοληθεί με δουλειές που χαρακτηρίζονταν “γυναικείες”.

Επειδή δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός ανάμεσα τους, δεν έκανε τίποτα για να είναι σίγουρος. Αυτή η συμπεριφορά υπαγορευόταν ασφαλώς από το συναίσθημα υπεροχής απέναντι στο γυναικείο φύλο.

Το μεγάλωμα των παιδιών αποτελούσε φροντίδα αποκλειστικά της μάνας.

Ο πατέρας δεν αδιαφορούσε αλλά ούτε νοιαζόταν και πολύ. Η δουλειά που τον κρατούσε ώρες μακριά από το σπίτι, οι στεναχώριες για τα οικονομικά της οικογένειας, αλλά βασικά η νοοτροπία (που δεν άλλαξε και πολύ μέχρι σήμερα), ότι αυτό είναι δουλειά της μάνας, περιόριζαν το ρόλο του, στο να εξασφαλίζει τα μέσα για τις ανάγκες τις οικογένειας. Τον χώριζε απόσταση από τα παιδιά, αποτέλεσμα της συμπεριφοράς που θεωρούνταν πρέπουσα και ενδεδειγμένη τα χρόνια εκείνα. Δηλαδή ο πατέρας έπρεπε να είναι αυστηρός, λιγομίλητος, σοβαρός και ίσως λίγο έως πολύ σκληρός, πνίγοντας τις περισσότερες φορές τα πραγματικά του αισθήματα για να μη παραβεί την παράδοση (...του ΑΝΤΡΑ).

Αντίθετα η μάνα δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει την αγάπη, την καλοσύνη, την ανοχή. Ο ρόλος της ήταν λεπτός και δύσκολος. Να χορτάσει όλα εκείνα τα παιδιά, που σπάνια ήταν λίγα, μοιράζοντας ότι είχε ίσα και δίκαια για να μην αδικήσει κανένα. Να τα ντύσει, να τα ποδίσει, πλέκοντας η μπαλώνοντας ρούχα και κάλτσες, να μη φαίνονται οι φτέρνες και οι αγκώνες και να ξενυχτάει στο προσκέφαλό τους όταν αρρώσταιναν, χωρίς γιατρό και φάρμακα. Όλα αυτά τα οικογενειακά βάρη και οι φροντίδες που έπεφταν στις πλάτες της, η ανέχεια που δεν την άφηνε να εξασφαλίσει στα παιδιά της με άνεση ένα πιάτο καλό φαΐ και ζεστά ρούχα, τη γερνούσαν παράκαιρα (οι σαραντάρες έμοιαζαν με γριές).

Οι άνδρες είχαν και ώρες που δεν έκαναν απολύτως τίποτα και έβρισκαν καιρό για το καφενείο.

Οι γυναίκες όπου κι αν πήγαιναν κουβαλούσαν και τη δουλειά τους. Τα χέρια τους σταματούσαν μόνο στον ύπνο. Η καθαριότητα ήταν άλλος ένα τομέας της γυναικείας δραστηριότητας, που χρειάζονταν δουλειά και κόπο.

Είχαν στη διάθεσή τους νερό που το κουβαλούσαν από τις βρύσες του χωριού με στάμνες και τενεκέδες. Έπλεναν στη σκάφη. Για σαπουνάδα χρησιμοποιούσαν σταχτόνερο (αλισίβα)... και αν υπήρχε πράσινο σαπούνι. Στη μία μεριά τοποθετούσαν ένα πανί πάνω στο οποίο έβαζαν την στάχτη και από πάνω έριχναν το ζεστό νερό, που διαλύοντας τη στάχτη γέμιζε την άλλη μεριά της λεκάνης, ενισχύοντας τη «σαπουνάδα» . Μία μπουγάδα κρατούσε πολλές ώρες χωρίς σταματημό και γινόταν κυρίως τα Σαββατοκύριακα.

Την περίοδο της εγκυμοσύνης και του τοκετού οι γυναίκες εμπιστεύονταν την τύχη τους στις μαμές που πολλές φορές παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους δεν τα κατάφερναν.

Δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε τις γνώσεις για μια δύσκολη περίπτωση. Όταν η γυναίκα έφθανε ως τη γέννα, (δεν ήταν λίγες οι φορές που από τις πολλές δουλειές και τις ταλαιπωρίες απέβαλε), μαζεύονταν μάνες, πεθερές και πρακτικές μαμές για να βοηθήσουν με την πείρα τους. Αν η γέννα ήταν δύσκολη η γυναίκα υπέφερε μερόνυχτα καμιά φορά από τους πόνους. Μερικές φορές τα παιδιά γεννιούνταν πεθαμένα, αλλά και οι γυναίκες κινδύνευαν από την αιμορραγία και οποιαδήποτε άλλη επιπλοκή. Δυστυχώς κάποιες φορές δεν τα κατάφερνε ούτε η μάνα και άλλες ούτε το παιδί.

Ο κόσμος και πιο πολύ οι μάνες είχαν στοιχειώδη μόρφωση και ελάχιστες γνώσεις. Ήταν γεμάτες δεισιδαιμονίες και προλήψεις και γίνονταν εύπιστες στις πρακτικές διαγνώσεις και τα γιατροσόφια. Πολλές φορές, ακόμα και όταν υπήρχε γιατρός, είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη στα γιατροσόφια παρά στο γιατρό.

Η κυριότερη ασχολία των ανθρώπων ήταν η γεωργία. Κατά δεύτερο λόγο ήταν η ΄"οικιακή" κτηνοτροφία". Ένα ζευγάρι αγελάδες για το ζευγάρισμα και το γάλα τους, κανένα γουρούνι και μερικές κότες.

Η γεωργία και η κτηνοτροφία γίνονταν με τα μέσα της εποχής, τα σχεδόν πρωτόγονα, και η απόδοσή τους ήταν χαμηλή. Δούλευαν, κουράζονταν και στο τέλος τους έμενε μόνο η κούραση.

Παράλληλα με τις κύριες δουλειές όλοι σχεδόν καλλιεργούσαν κήπους (μπαξέδες), για να ενισχύσουν το νοικοκυριό και την οικονομία της οικογένειας με τη δική τους παραγωγή.

Καμιά ασφάλιση ή προστασία δεν υπήρχε πουθενά. Οι εργάτες, οι αγρότες, οι επαγγελματίες έπρεπε να φροντίσουν μόνοι τους.

Τα χρήματα τα ξόδευαν με μεγάλη οικονομία και κρατούσαν ότι περίσσευε για ώρα ανάγκης. Η αγωνία για το αύριο τους υποχρέωνε να κάνουν οικονομία σε βάρος των αναγκών και ιδιαίτερα της διατροφής τους.

Το χειμώνα τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι νύχτες ατέλειωτες και παγωμένες. Συγκεντρωμένη η οικογένεια στο μοναδικό δωμάτιο που ζεσταινόταν, οι γυναίκες έπλεκαν ή μπάλωναν και οι άντρες «ονειροπολούσαν» η κάπνιζαν αραχτοί στο "ντιβάνι" (ο σύγχρονος καναπές), ενώ τα παιδιά έκαναν φασαρία παίζοντας. Το ΄΄λαμπόγυαλο΄΄ το μόνο μέσο φωτισμού εκείνο τον καιρό, αγωνιζόταν να φωτίσει το δωμάτιο.

Στο "σαλόνι" σε μια γωνιά (ένα δωμάτιο ήταν όλο κι όλο το σπίτι) έκαιγε η ξυλόσομπα κι η κατσαρόλα σιγοβράζοντας ετοίμαζε το φαγητό. Οι σκιές έστηναν χορό, γύρω στους τοίχους. Μετά το φαγητό όλοι ζάρωναν κοντά στη σόμπα. Ο φωτισμός λιγοστός, η ζέστη απίστευτη (η ξυλόσομπα στο φουλ), τα παράθυρα να ιδρώνουν με την διαφορά της θερμοκρασίας μέσα και έξω. Μόνο ο αερισμός ήταν τέλειος. Απ΄ όλες τις χαραμάδες των ξύλινων παραθύρων και κάτω από την πόρτα έμπαινε αέρας και κρύο-ως συνήθως βάζανε μια κουρελού κάτω από την πόρτα. Ακολουθούσε από νωρίς ύπνος. Έτσι είχαν και οικονομία στα ξύλα και χρόνο να μεριμνούν για ... την αύξηση του πληθυσμού-βλέπετε, τηλεόραση δεν υπήρχε τότε.

Το Φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές μαλάκωνε η ξεραΐλα της γης, που οργώνονταν για τη σπορά. Το όργωμα γίνονταν με το αλέτρι, που το έσερναν άλογα μουλάρια ή βόδια. Ξεκινούσαν νύχτα για τα χωράφια, για να φτάσουν εκεί το ξημέρωμα κι όπως δεν είχαν ρολόγια, τις συννεφιασμένες μέρες, ξέμεναν μέχρι αργά το βράδυ. Η δουλειά κρατούσε ανάλογα με το κουράγιο τους και την αντοχή που θα έδειχναν τα ζώα. Πρόσεχαν τα ζώα περισσότερο και από τον εαυτό τους-μη πω κι απ' τα παιδιά τους. Το χάσιμο ενός ζώου ήταν οδυνηρή απώλεια για όλη την οικογένεια. Για να το αντικαταστήσουν χρεώνονταν ως το λαιμό.

Οι προχειμωνιάτικες βροχές του Οκτώβρη γέμιζαν τους δρόμους με λάσπη. Από τις στέγες των σπιτιών έτρεχαν ασταμάτητα νερά και σχημάτιζαν ποταμάκια. Η υγρασία τρύπωνε παντού απ΄ τα ανοίγματα και τις χαραμάδες. Οι προετοιμασίες για το χειμώνα συμπληρώνονταν. Τα ξύλα για τη φωτιά που είχαν κοπεί με μεγάλο κόπο με το τσεκούρι από το βουνό (ευτυχώς τότε ήταν δωρεάν και ελεύθερα) στοιβάζονταν με επιμέλεια στην ετοιμόρροπη αποθήκη με λαμαρίνες. Έκοβαν κάθε ξύλο που θα μπορούσε να καεί και να ζεστάνει. Μεσέδες (δρυς), οξιές, σκλήθρα, λεύκες κ.λπ.

Όταν έφθανε ο χειμώνας μέρες και νύχτες μπορεί να χιόνιζε ασταμάτητα. Τότε υπήρχαν οι τέσσερεις εποχές. Αν το χιόνι ήταν μαλακό δεν δημιουργούσε προβλήματα. Αν όμως φυσούσε το μάζευε και μετά το πάγωνε, η κυκλοφορία ήταν δύσκολη. Οι δουλειές ατονούσαν. Όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία κάθονταν κλεισμένοι στα σπίτια ή στα καφενεία, περιμένοντας να ξανοίξει ο καιρός.

Αφού έσφαζαν τα γουρούνια που με κόπο και φροντίδα είχαν μεγαλώσει για τα Χριστούγεννα, η ζωή τους έβγαινε κάπως απ' τον κανονικό της ρυθμό, λόγω των εορτών. Επισκέψεις, γλέντια, φαΐ και καθισιό για τα παιδιά κυρίως για αρκετές ημέρες.

Μετά τις γιορταστικές μέρες άρχιζαν οι δυσκολίες. Τα έκτακτα έξοδα αλάφραιναν τα πορτοφόλια κι έπρεπε να σφιχτεί το ζωνάρι, για να εξισορροπηθούν τα πράγματα. Ο χειμώνας (Γενάρη - Φλεβάρη) ήταν συνήθως βαρύς με κρύα και παγωνιές.

Μετά την καλοπέραση και τα γλέντια κανένας δεν είχε όρεξη για δουλειά τις πρώτες μέρες.

Τα παιδιά ξεκινούσαν για το σχολείο, σα να πήγαιναν στην κρεμάλα. Δεκαπέντε μέρες ξένοιαστες, χωρίς διάβασμα, χωρίς γράψιμο και το φόβο του δασκάλου δημιουργούσαν άλλη διάθεση. Όλες τις γιορτές κανένας δεν άνοιγε βιβλίο ή τετράδιο. Η αντιγραφή, πέντε έξι αράδες, γραφόταν την τελευταία μέρα, ακόμα και το πρωί που ετοιμάζονταν για το σχολειό. Η τσάντα, πεταμένη κάπου απ' την παραμονή των Χριστουγέννων, ξεθάβονταν το πρωί του Αϊ Γιαννιού με το περιεχόμενό της απείραχτο και άγγιχτο.

Ξεκινούσαν για το σχολειό με χιόνια, βροχές, παγωνιά. Το ντύσιμό τους ένα σακάκι-μπουφάν και παντελόνι ούτε κοντό ούτε μακρύ λίγο κάτω απ' το γόνατο-τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα. Παλτό ελάχιστοι φορούσαν. Αν περίσσευε κανένα παλιό σακάκι από κάποιον μεγαλύτερο, τα βόλευε μια χαρά.

Έφταναν στο σχολειό "πουντιασμένα", με πόδια μουσκεμένα και μελανιασμένα χέρια.

Η αίθουσα μικρή ή μεγάλη, δεν έφτανε μια σόμπα να τη ζεστάνει.

Μ' αυτά τα "εφόδια" και βαθιά μεσάνυχτα σχετικά με τα μαθήματα, μετά τις δεκαπενθήμερες διακοπές, τα περισσότερα ετοιμάζονταν ν' αντιμετωπίσουν το δάσκαλο.

Όσα είχαν την «τύχη» να τα πιάσει η ΄΄τσιμπίδα΄΄, μετρούσαν τις βεργιές στις ξυλιασμένες τους παλάμες. Δέχονταν καρτερικά την τιμωρία, μα στα μάτια τους διάβαζες πόσο άδικο το έβρισκαν.

Που να καταλάβουν με το μικρό τους «μυαλουδάκι», πως ότι πάθαιναν ήταν για το ...καλό τους.

Σίγουρα δεν ένιωθαν πόσο σοφό ήταν ένα τέτοιο σύστημα, που τοποθετούσε τις γνώσεις στην άκρη μιας βέργας.

Το ξύλο υπήρξε για χρόνια η βάση της παιδαγωγικής και το αποτελεσματικότερο μέσο επιβολής. Η πειθώ χρειάζονταν χρόνο, διάθεση και διαφορετική νοοτροπία.

Ποιοι όμως θα ήθελαν ή θα μπορούσαν να ξεφύγουν απ' τον κανόνα, μέσα στο στείρο και απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα που υποχρεώνονταν να υπηρετήσουν;

Οι επιθεωρητές, σαν εντολοδόχοι και εκφραστές του, ήταν κέρβεροι. Άνθρωποι στενόκαρδοι και στενοκέφαλοι, δεν επέτρεπαν καινοτομίες και αλλαγές και δεν επιβράβευαν το έργο του δασκάλου, όποιο κι αν ήταν. Μπορούσε να κριθεί η δουλειά του μόνο από την απάντηση ενός μαθητή. Άλλωστε ο τρόπος και η τακτική που ακολουθούσαν οι δάσκαλοι, ήταν αποδεχτά κι από τους γονείς. Όταν, ρωτώντας καμιά φορά - πράγμα σπάνιο - πληροφορούνταν πως το παιδί τους δεν πήγαινε και τόσο καλά, παρότρυναν τον δάσκαλο να το δέρνει για να μάθει γράμματα! Πραγματικά ήταν να τα λυπάσαι εκείνα τα παιδιά. Κι όμως ήταν χαρούμενα τα παιδιά, γέμιζαν τους δρόμους και τις πλατείες-σήμερα τις μετατρέψαμε σε πάρκα, λες και όλο το χωριό δεν είναι ένα απέραντο πάρκο από μόνο του- με την παρουσία τους και τα παιγνίδια τους.

Ο χειμώνας αποτελούσε παρελθόν. Στους στεγνούς πια δρόμους δεν τα ένοιαζε και αν ακόμα τα παπούτσια ήταν τρύπια κι οι φτέρνες απ' έξω.

Την Άνοιξη ο καιρός ζέσταινε, τα χιόνια έλιωναν.

Οι άνθρωποι πετούσαν τα χειμωνιάτικα και χαίρονταν τις λιακάδες γεμάτοι αισιοδοξία.

Στα πλατάνια-υπήρχε και πλάτανος σε όλες τις πλατείες των χωριών, αλλά μας "εμπόδιζαν" απ' ό,τι φαίνεται και τα κόψαμε- και τις αυλές έβγαιναν και κάθονταν οι παππούδες. Στρίβοντας τσιγάρα αναθυμόνταν περιστατικά και ιστορίες της ζωής τους. Πόλεμοι, καταστροφές, αποκλεισμοί, πείνα, είχαν περάσει από πάνω τους και τους άφησαν πολλές πίκρες και οδυνηρές εμπειρίες.

Την απραξία του χειμώνα διαδέχονταν η κίνηση και η δραστηριότητα. Κλάδεμα, σκάψιμο, όργωμα. Η γη ξυπνούσε και ετοιμάζονταν να καρπίσει. Στα χωράφια μεγάλωναν και ωρίμαζαν τα σπαρτά.

Στο λεκανοπέδιο, στα χωράφια καλλιεργούσαν πιο πολύ καπνά, καλαμπόκι και σιτάρι, πέρα από τα κηπευτικά. Το φύτεμα και το σκάλισμα γινόταν με τσάπες, ενώ το ξεβοτάνισμα με τα χέρια.

*Σημ: Για την καλλιέργεια και όλη τη διαδικασία του καπνού έχω αναφερθεί σε παλαιότερη ανάρτηση, οπότε την παραλείπω.

Το καλοκαίρι την εποχή του θέρους όλη η οικογένεια βρίσκονταν σε συναγερμό. Η ζωή τους άλλαζε ρυθμό. Η ένταση της δουλειάς δεν άφηνε καιρό να ασχοληθούν με λεπτομέρειες. Οι δουλειές γίνονταν χονδρικά, ίσα- ίσα για να αντιμετωπίζονται οι ανάγκες που προέκυπταν. Θέριζαν μέρες ολόκληρες. Δουλειά σκληρή, ξεθεωτική, χέρια, πόδια, πλάτες, όλο το σώμα έπαιρνε μέρος σε μια χωρίς ανάσα προσπάθεια. Ο ήλιος έψηνε και τσουρούφλιζε χωρίς έλεος. Μούσκεμα στον ιδρώτα και ίσκιος πουθενά. Οι γυναίκες μαντιλοδεμένες άφηναν ακάλυπτα μόνο τα μάτια, για να μη τις κάψει ο ήλιος.

Οι καλαμιές με τα στάχυα έπεφταν κάτω απ΄ τα κοφτερά δρεπάνια και γίνονταν σωροί δίπλα σε κάθε θεριστή, που μετά τα έδεναν σε δεμάτια με στάχυα που τα μαλάκωναν με νερό και τα στοίβαζαν σε θημωνιές. Πίσω έμεναν τα κοτσάνια που αργότερα θα καίγονταν η θα παραχώνονταν στο όργωμα.

Το μεσημέρι έτρωγαν και ξεκουράζονταν. Κι είναι να απορεί κανείς, πως άντεχαν τόση δουλειά με το πρόχειρο λιτό και λιγοστό φαγητό που έτρωγαν. Οι μέρες κυλούσαν κουραστικές μέχρι να τελειώσουν όλα τα χωράφια με την αγωνία μην τους προλάβει χαλάζι, λίβας ή αρρώστια. Το αλώνισμα που ακολουθούσε είχε κι αυτό δυσκολίες και κόπο. Έπαιρναν τα δεμάτια από τις θημωνιές, τα σκόρπιζαν με τα δικράνια στο αλώνι, μετά έμπαιναν και γύριζαν γύρω- γύρω τα ζώα (άλογα η βόδια), ενώ τα παιδιά ξετρελαίνονταν ανεβασμένα πάνω τους. Έτσι ξεχώριζε το στάρι από τα στάχυα.Οι καλαμιές γίνονταν άχυρο που το μάζευαν σε μεγάλο σωρό και το λίχνιζαν σηκώνοντάς το ψηλά με το φτυάρι και το λιχνιστήρι. Όταν ξεχώριζε καθαρό το σιτάρι, έμπαινε σε σακιά και φορτώνονταν για το σπίτι. Η σοδειά τις πιο πολλές φορές δεν έφθανε να καλύψει τα έξοδα και τις ανάγκες τους και φυσικά ο κόπος τους δεν ξεπληρώνονταν με τίποτα.

Το καλαμπόκι το μάζευαν και το πήγαιναν στο σπίτι. Καλούσαν συγγενείς, γείτονες και φίλους και το ξεφλούδιζαν το βράδυ. Το ξεφλούδισμα ήταν σωστό γλέντι και περισσότερο για τους νέους. Το τραγούδι, τα γέλια, τα καλαμπούρια και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν. Την άλλη μέρα άπλωναν το ξεφλουδισμένο καλαμπόκι στην αυλή να λιαστεί για 8 μέρες. Ύστερα μαζεύονταν πάλι όλοι και το έσπαγαν. Όταν τέλειωνε το σπάσιμο πήγαιναν όλοι παρέα στο σπίτι, όπου η νοικοκυρά είχε έτοιμο φαγητό για όλους και ακολουθούσε γλέντι.

Αφού όλα αυτά είχαν μπει σε τάξη, κι οι περισσότερες δουλειές είχαν τελειώσει, όλοι περίμεναν το πανηγύρι να πάρουν μια ανάσα. Μετακίνηση πληθυσμού λέμε, απ' το ένα χωριό στο άλλο. Τι μεγάλη χαρά για τα παιδιά αλήθεια! Το πανηγύρι μας ήταν του Αγίου Αθανασίου στις 2 Μαΐου
. Εκεί έρχονταν άνθρωποι από όλα τα γειτονικά χωριά να διασκεδάσουν, αλλά περισσότερο απ' όλα να ξεχάσουν-έστω για λίγο-τα προβλήματα και τη φτώχεια τους. Οι μερακλήδες να δείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες και οι νεότεροι να φλερτάρουν μεταξύ τους.

Κάπως έτσι ήταν η Ζωή στο χωριό τότε....τα χρόνια εκείνα.

Τα χρόνια κύλισαν γρήγορα. Οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν. Ήρθαν καλύτερες μέρες για όλους. Όμως η νοσταλγία και οι παιδικές αναμνήσεις σε μας τους μεγαλύτερους, στριφογυρίζουν στο μυαλό μας αργά, γλυκά και βασανιστικά. Τι θαρρείτε πως παίρνει κανείς μαζί του φεύγοντας απ' αυτό τον κόσμο; Μόνο τις καλές του αναμνήσεις. Αυτές είναι και ο Παράδεισός του.

* Ελπίζω να μη σας κούρασα, και κυρίως κάποιοι-ες να μη μελαγχολήσατε αναπολώντας τα παιδικά σας χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου